Ζήτημα του καιρού η διαχρονική ευθύνη των πολιτικάντηδων για την λαθρομετανάστευση, τον σκοπούμενο εξισλαμισμό του ελλαδικού χώρου, την προδιαγεγραμμένη πορεία χρεοκοπίας της χώρας.
Διαβάστε στις «Ανακοινώσεις» το από τις 09 Απριλίου 1999 προφητικό κείμενο-καταγγελία του Προέδρου του Συλλόγου «Οι δύο πόλεμοι, οι ‘Ελληνες πρόσφυγες (και ποιος είναι ποιος;)»…

ΟΙ ΔΥΟ ΠΟΛΕΜΟΙ,  ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
(ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΟΣ ;!)[i]

Οι ελλαδικές κυβερνήσεις μας έπεισαν για το γεγονός, ότι έχουν πολύ μεγαλύτερη εθνική συγγένεια και προσέγγιση προς το αλβανικό και εν’ γένει ξένο στοιχείο, και μας το επιδεικνύουν, με την συμπάθεια και συμπόνια, αλλά και «αίσθημα ευθύνης» ως ανθρωπιστικές, που τρέφουν προς τους αλλοεθνείς και ιδίως προς τους αλβανούς. Δεν πέρασαν ούτε δύο εβδομάδες από την έναρξη της κρίσης, που δημιούργησαν οι αμερικανονατοϊκοί εγκληματίες στην Γιουγκοσλαβία και οι ελλαδίτες κυβερνητικοί έσπευσαν να συμπαρασταθούν στα αδέλφια τους – αλβανόφωνους του Κόσσοβου με 2,5 δισεκατομμύρια δρχ., προετοιμασία εκτεταμένων χώρων υποδοχής, αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας και κατόπιν προσχηματικής πίεσης των «συμμάχων» είναι έτοιμοι να φέρουν τουλάχιστον άλλους 10.000 αλβανούς στην Ελλάδα.

Ο κ. Παπανδρέου Γ. (άλλος έχει το όνομα και άλλος την χάρη;) ξεποδαριάστηκε από Αθήνα στην Αλβανία, από εκεί στα Σκόπια και πάλι από την αρχή, να ρυθμίζει τις λεπτομέρειες της αδελφικής συμπαράστασης. Μέχρι και τις σκηνές των αλβανών επισκέφθηκε, για να δείξει την έμπρακτη συμπαράστασή του. Έτσι, μέσα σε λίγες ώρες πάρθηκαν αποφάσεις ανθρωπιστικής βοήθειας για τα αλβανόφωνα αδέλφια τους, που στο κέντρο της Αθήνας στις 4/4/99 διοργάνωσαν πορεία κατά των θέσεων του Ελληνισμού και έκαψαν ελλαδικές σημαίες, ενώ αλβανοί «πρόσφυγες» στα Σκόπια ξυλοκοπούσαν έναν δημοσιογράφο όταν έμαθαν ότι είναι από την Ελλάδα.

Σε έναν άλλο πόλεμο που ξεκίνησε το 1992 στον Καύκασο, στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, και που ουσιαστικά δεν έληξε ακόμα, οι αντιμαχόμενες πλευρές Γεωργιανών και Αμπχαζίων και οι άτακτες ομάδες τους βασάνιζαν και λήστευαν τον ελληνικό πληθυσμό της ευρύτερης περιοχής. Εκατοντάδες οι νεκροί Έλληνες από τις εκτελέσεις και τις επιδρομές, χιλιάδες οι πρόσφυγες προς Ρωσία και Ελλάδα, με μία βαλίτσα, κατεστραμμένοι ψυχολογικά και οικονομικά. Από τους 15.000 Έλληνες της περιοχής δεν απέμεινε σχεδόν κανείς. Το ελλαδικό κατεστημένο (κυβέρνηση, αντιπολίτευση, τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά κανάλια, εφημερίδες, ανθρωπιστικές οργανώσεις κ.α.) δεν αντέδρασε, ούτε όταν το 1993 έγινε η ομαδική σφαγή και πυρπόληση 18 ελλήνων γυναικόπαιδων στην Άκαπα (από αρμένιους συμμορίτες, σύμφωνα με έγκαιρη πηγή που βρίσκονταν στην περιοχή).

Δεν ωφελεί να διευκρινίσουμε ποια χαρακτηριστικά των προαναφερομένων ορίζουν τις έννοιες ανικανότητα, υπονόμευση, αδιαφορία ή απλά κρετινισμός. Το αποτέλεσμα είναι ότι χιλιάδες οικογένειες Ποντίων από την πρώην ΕΣΣΔ σύρθηκαν στον απίστευτο εμπαιγμό και εκμετάλλευση με αποκλειστική ευθύνη της ελλαδικής κυβέρνησης. Εκατοντάδες οικογένειες απλώς υπάρχουν και πεθαίνουν καθημερινά, από το 1991, κάτω από τις λαμαρίνες στο Ν. Ζυγό Καβάλας και αλλού. Εάν επρόκειτο για αλβανούς, ο κ. Παπανδρέου Γ. τις ελλαδικής κυβέρνησης θα είχε ενοχληθεί και θα φρόντιζε αμέσως να εξασφαλιστούν οι μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια δρχ. (τα «ελλείμματα» της διασπάθισης) για την αποπεράτωση των σπιτιών τους. Πριν από 3 χρόνια δήλωνε ψευδόμενος στην Βουλή, ότι στο Ν. Ζυγό Καβάλας το πρόγραμμα κατασκευής οικιών είχε ολοκληρωθεί σε ποσοστό 90%(!), την ώρα που έχασκαν εγκαταλειμμένα τα γιαπιά των μόλις 77 σπιτιών, ενώ από το 1991 περιμένουν για σπίτι 300 οικογένειες. Η κατάσταση αυτή δεν είναι ενδεικτική μόνο για το Ν. Ζυγό Καβάλας, άλλα για όλες τις περιοχές όπου εφαρμόστηκε «πρόγραμμα» του υπ. εξωτερικών και του «εθνικού» ιδρύματος υποδοχής. Για προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας ή κοινωνικής ένταξης δεν μπορεί να γίνεται λόγος, διότι είναι ανύπαρκτα. Είναι ανώφελο μέσα στον βούρκο της νοοτροπίας των ιθυνόντων και του κατεστημένου να αναζητηθούν ευθύνες για το που και πως ξοδεύτηκαν τα δισεκατομμύρια των ευρωπαϊκών και κρατικών κονδυλίων.

Στην ζωή των νεοπροσφύγων η πολιτική του ελλαδικού κράτους μέσω του ΕΙΥΑΠΟΕ, αποτέλεσε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η χλιδή και η πολυτέλεια των ενοικιαζόμενων γραφείων στο Σύνταγμα, τα έγχρωμα παραπλανητικά διαφημιστικά φυλλάδια, η αλαζονεία των υμετέρων υπαλλήλων από την μία, και η απομόνωση, ο εκβιασμός, η εκμετάλλευση των εγκλωβισμένων στους «οικισμούς υποδοχής» στην Θράκη, Μακεδονία και οι κάθε είδους συνδιαλλαγές, με φόντο το δράμα των νεοεγκατεστημένων οικογενειών, από την άλλη. Ήταν «πολύτιμοι» οι νεοπρόσφυγες στους οικισμούς, όχι για εθνικούς λόγους, άλλα διότι στο όνομά τους περνούσε πολύ χρήμα από τα χέρια των κάθε είδους επιτροπών και διοικήσεων. Ομως, κατά το κατεστημένο, το υπ’αριθμόν 1 πρόβλημα της κυβέρνησης δεν ήταν η επίλυση προβλημάτων των ελλήνων προσφύγων, αλλά η «τακτοποίηση» του αργόσχολου δυναμικού του ΕΙΑΥΠΟΕ. Τους πιο πολλούς εκ’των τελευταίων δεν ενδιέφερε καθόλου το πως θα εξυπηρετήσουν τους Έλληνες-νεοπρόσφυγες (στους οποίους χρωστάνε τον μισθό τους), άλλα το πως θα μεταπηδήσουν ως μόνιμοι στο Δημόσιο. Έτσι, από τα πρώτα που έσπευσε να φροντίσει ο κ. Παπανδρέου, ήταν να εξασφαλίσει στους περίπου 450 διορισμένους στο Ίδρυμα (σχεδόν όλοι με ρουσφέτι), μετατάξεις στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα, μην τυχόν και βρεθούν τα «πολύτιμα μυαλά» εκτός Δημοσίου.

Δεκάδες χιλιάδες Ποντίων από την πρώην ΕΣΣΔ υπόκεινται σε ψυχική φθορά και πόλεμο νεύρων, που τους επιφύλαξε η ελλαδική κυβέρνηση, το υπουργείο εξωτερικών και τα προξενεία του, προκειμένου να διεκπεραιώσουν την διαδικασία πολιτογράφησής τους.

Όσοι Πόντιοι διατήρησαν με θυσίες στην ΕΣΣΔ την ελληνική τους υπηκοότητα, στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκαν «αλλοδαποί» και περιμένουν 2-3 χρόνια να τακτοποιηθούν τα έγγραφά τους, με όλες τις συνέπειες στην εργασιακή απασχόληση, παιδεία, υγειονομική περίθαλψη κλπ.. Την ίδια περίοδο, εκατοντάδες χιλιάδες αλβανοί και ξένοι στην Ελλάδα νομιμοποιήθηκαν μέσα σε λίγους μήνες το 1998. Η κυβέρνηση, οι υπουργοί εξωτερικών, δημόσιας τάξης και άλλοι κινήθηκαν αστραπιαία και με αδελφική στοργή, ώστε τα αλβανόφωνα αδέλφια τους και οι υπόλοιποι αλλοεθνείς να αισθάνονται όπως στο σπίτι τους. Από την άλλη, τα κυκλώματα εντός και εκτός των ελληνικών προξενείων στην πρώην ΕΣΣΔ και στους συνοριακούς σταθμούς της Ελλάδας έκαναν χρυσές δουλειές, φέρνοντας στην Ελλάδα κατά προτεραιότητα αλλοεθνείς και κυρίως ξένες κοπέλες για την περαιτέρω εκμετάλλευσή τους εδώ.

  • Η ελλαδικές κυβερνήσεις υπονομεύουν συστηματικά το ιστορικό μέλλον των Ρωμαίων του Πόντου. Η υπονόμευση αυτή έχει ρίζες από το 1916 με τον Βενιζέλο, έως και σήμερα. Από τότε, που συνέβαλαν με τις κινήσεις τους στην ολοκλήρωση της γενοκτονίας των Ποντίων από τους κεμαλιστές και τον ξεριζωμό τους, έως την σημερινή εποχή. Ότι θυμίζει την Ιστορία του Πόντου δεν εξυπηρετεί τις ελλαδικές κυβερνήσεις και τους διαχειριστές της εξουσίας του ελλαδικού κατεστημένου. Έτσι, οι ιστορικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί, πολιτισμικοί και άλλοι παράμετροι του Ποντιακού Ζητήματος πρέπει, κατά αυτούς, να εξαλειφθούν και να ξεχαστούν. Ενώ, οι Πόντιοι συνεισφέρουν αναλογικά με τον πληθυσμό της χώρας ίσως και το μεγαλύτερο φοροεισπρακτικό μερίδιο για τις ανάγκες του Ελλαδικού κράτους, αυτό αποφεύγει πεισματικά να υιοθετήσει ανταποδοτική πολιτική γι’αυτούς και να αποδώσει εκείνα, που εδώ και δεκαετίες οφείλει στον ιστορικό, πολιτισμικό και πολιτιστικό τομέα. Ο Ποντιακός Ελληνισμός είναι οι μόνη εθνοτική ομάδα στην Ελλάδα, που δεν οριοθετείται γεωγραφικά στον Ελλαδικό χώρο, δεν καταχωρείται επισήμως σε κανένα γεωγραφικό διαμέρισμα και συνεπώς, επισήμως δεν «αντιπροσωπεύεται». Π.χ. επισήμως δεν υπάρχει ποντιακός πληθυσμός στον Βορειοελλαδικό χώρο και ας αποτελεί την συντριπτική πλειοψηφία σε πολλές περιοχές (ένας χώρος, που υπάρχει χάριν στη φυσική παρουσία των Ελλήνων προσφύγων και στην περιουσία τους, η οποία το 1930 εκχωρήθηκε από τον Βενιζέλο στην Τουρκία υπό μορφή πολεμικής αποζημίωσης, που δεν είχε να αποδώσει η Ελλάδα).
  • Έτσι, οι Πόντιοι στερούνται του δικαιώματος να έχουν «μερίδα» στην κρατική υπόσταση και να την αξιοποιήσουν για την διατήρηση της πολιτισμικής τους ταυτότητας στα πλαίσια της επίσημης κρατικής δομής. Δεν υπάρχει Κρατικό Θέατρο Πόντου, δεν υπάρχει Κρατικό Μουσείο Πόντου, δεν υπάρχει πανεπιστημιακή έδρα μελέτης και διδασκαλίας της ποντιακής γλώσσας (ή διαλέκτου, κατά άλλους) και πολλά άλλα. Οι Πόντιοι και πληρώνουν, χωρίς ανταπόδοση, και αναγκάζονται να διατηρούν με δικά τους έξοδα τους πολιτιστικούς τους φορείς.
  • Η ελλαδική κυβέρνηση αρνείται στους Ποντίους το δικαίωμα να διδάσκονται τα παιδιά τους την Ιστορία του Πόντου στα σχολεία, για να περιορίσει την δυνατότητα μετάδοσης της «Ποντιακής ταυτότητας» στους νεότερους, αλλά και να μην κλονιστεί η «επικρατούσα άποψη» για την νεοελληνική ιστορία.
  • Η ελλαδική κυβέρνηση παραβιάζει την Συνθήκη της Λωζάνης και αυθαίρετα αποκρύπτει από τους δικαιούχους Πόντιους-νεοπρόσφυγες την «ανταλλάξιμη περιουσία» των προσφύγων ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δραχμών, την υπεξαιρεί και την καταληστεύει με «νομιμοφανή» τρόπο (Π.Δ. 137/98 κ.α.), ενθαρρύνοντας παράλληλα τις καταπατήσεις των ακινήτων της «ανταλλάξιμης περιουσίας» με τις σχετικές νομιμοποιήσεις.
  • Η ελλαδική κυβέρνηση, το υπουργείο εξωτερικών και οι κύκλοι της Τράπεζας της Ελλάδας έχουν ευθύνη στην υπεξαίρεση του χρυσού και των χρημάτων αξίας δισεκατομμυρίων δραχμών, που κατέθεσαν οι Πόντιοι της πρώην ΕΣΣΔ στο ελληνικό προξενείο της Μόσχας.
  • Η ελλαδική κυβέρνηση δεν αποδίδει τις συντάξεις των Ποντίων από την πρώην ΕΣΣΔ, ούτε αναγνωρίζει τον χρόνο προϋπηρεσίας τους, προβάλλοντας το προκάλυμμα της αδιαφορίας και της ανικανότητάς της – την δικαιολογία έλλειψης των σχετικών συμφωνιών με τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ. Την ώρα, όμως, της υπογραφής τέτοιας συμφωνίας με την ΕΣΣΔ το 1984, το κατεστημένο και η ελλαδική αριστερά δρομολόγησαν υπογραφή «διακομματικής» συμφωνίας μόνο για τους πολιτικούς πρόσφυγες του 1949, αφήνοντας τους εκατοντάδες χιλιάδες Ποντίους της ΕΣΣΔ εκτός της διακρατικής συμφωνίας. Έως και σήμερα ο εμπαιγμός συνεχίζεται. Η ελλαδική κυβέρνηση προκαλεί, μειώνει και υπονομεύει τους πιο πάνω εργαζόμενους και συνταξιούχους με φθηνές διπλωματικές κινήσεις, βραβεύοντας κυβερνήσεις χωρών της πρώην ΕΣΣΔ, αντί να τους ζητήσει τις συντάξεις και αποζημιώσεις για τις λεηλασίες και ζημίες που προκάλεσαν στον εκεί ελληνισμό (π.χ. Γεωργία). Η κυβέρνηση κλείνει συνειδητά τα μάτια σε όλες τις εφαρμόσιμες προτάσεις που έχουμε καταθέσει, μη επιθυμώντας την τακτοποίηση του ζητήματος. Οι Πόντιοι της τρίτης ηλικίας από την πρώην ΕΣΣΔ, ζουν και πεθαίνουν κατά χιλιάδες εδώ, με την διαπίστωση ότι το εργασιακό τους παρελθόν και η αξιοπρέπειά τους καταπατούνται και λεηλατούνται με την σύμπραξη των κυβερνήσεων της Ελλάδας.

Η αντιμετώπιση των συμπατριωτών μας από την πρώην ΕΣΣΔ και η στυγνή εκμετάλλευσή τους στην Ελλάδα αποτελεί τον μεγαλύτερο εμπαιγμό και προσβολή του Ποντιακού Ελληνισμού, μετά την έλευση των προσφύγων το 1922. Οι Πόντιοι δεν πρέπει να επιτρέψουν την αφομοίωση και τον εμπαιγμό, να δουν την πραγματικότητα, ποιοι ενοχλούνται και υποσκάπτουν την ιστορική τους συνέχεια και ταυτότητα. Βασικό κριτήριο γι’ αυτό είναι το γεγονός, ότι η ελλαδική κυβέρνηση και το ελλαδικό κατεστημένο στις κρίσιμες ώρες επέλεξαν σε πρώτη προτεραιότητα το εύκολο χρήμα, τους αλβανούς και άλλα πράγματα, αντί τις ζωές και τις πολιτισμικές αξίες του Ποντιακού Ελληνισμού. Αυτό αφορά και ένα μέρος της ελλαδικής κοινωνίας, τα κόμματα, τα συνδικάτα και εργατικά κέντρα, φιλανθρωπικές οργανώσεις και αποστολές, μέσα μαζικής ενημέρωσης και διάφορες επιτροπές πρωτοβουλιών, που στην καλύτερη περίπτωση «δεν πρόσεξαν» ή δεν εκμεταλλεύτηκαν τις δοκιμασίες των νεοπροσφύγων Ποντίων εκ’ της πρώην ΕΣΣΔ, ενώ έσπευσαν να επιδείξουν «αδελφική» αλληλεγγύη σε αλβανόφωνους και ξένους πρόσφυγες στην Ελλάδα με συγκεντρώσεις, συναυλίες και εράνους, ακολουθώντας το ρεύμα της ελλαδικής κυβέρνησης.

Αθήνα, 09/04/1999

Για τον Παμποντιακό Σύλλογο «η Αργώ»
Ο Πρόεδρος


[i] Η επιστολή δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο 1999. Επιδόθηκε με πρωτόκολλο στους ιθύνοντες, ήτοι: στον τότε υπουργό Εξωτερικών Παπανδρέου Γ. και στον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Νιώτη Γ.. Κοινοποιήθηκε στους συλλόγους.

Δείτε σχετικά