
Ιστορία, η Διασυνδεόμενη…
ΙΣΤΟΡΙΑ η Διασυνδεόμενη: Ποντιακός Ελληνισμός – Σοβιετική Ένωση – Ελλάδα. Η επέτειος των 30 χρόνων από το τελευταίο πραξικόπημα της ΕΣΣΔ και η Ιστορική διασύνδεση με τον Π.Σ. «Η ΑΡΓΩ».
Συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από το αποτυχημένο πραξικόπημα των κομμουνιστών της Σοβιετικής Ένωσης, στις καθοριστικές εκείνες ημέρες 18-21 Αυγούστου 1991.


Το πρωινό της 19 Αυγούστου 1991 ανώτατα στελέχη Κομμουνιστικού Κόμματος της παραπαίουσας Σοβιετικής Ένωσης έβγαλαν στους δρόμους της ρωσικής πρωτεύουσας πάνω από 360 τανκς, τουλάχιστον 420 θωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού και πάνω από 4.000 στρατιώτες από τις στρατιωτικές μονάδες στην περιφέρεια Μόσχας. Δεν κατάφεραν, όμως, να ανακόψουν την επιθυμία και πορεία του Ρωσικού λαού για απαλλαγή από την δικτατορία του κομμουνιστικού συστήματος στην ΕΣΣΔ.
Κατά το στρατιωτικό πραξικόπημα τραυματίστηκαν πολλοί πολίτες. Την νύχτα της 21 Αυγούστου τρεις νέοι άντρες δολοφονήθηκαν με φρικτό τρόπο, στον ανισόπεδο κόμβο του Νέου Αρμπάτ. Στάθηκαν μπροστά στη φάλαγγα των τανκς που κατευθύνονταν για την κατάληψη του Белый Дом (Λευκός Οίκος – Beliy Dom) της κυβέρνησης Μ. Γκορμπατσόφ (Горбачёв). Οι εντολές των κομμουνιστών ήταν αυστηρές, τα τανκς προχώρησαν και έλειωσαν με τις ερπύστριες τούς μετέπειτα ήρωες του λαϊκού ξεσηκωμού, κατ’ ουσία απέτρεψαν την Ρωσία από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο (Дмитрий Комарь/Δημήτρης Κομάρ, Владимир Усов/Βλαδίμηρος Ούσοβ, Илья Кричевский/Ηλίας Κριτσέβσκιϊ). Η ιστορία των μη αναπτυσσόμενων κοινωνιών βρίθει από ”εμφυλίους” που ανέκαθεν επιδίωκε η Αριστερά. Εξάλλου, δεν ήταν η πρώτη φορά που, μετά την ένοπλη κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους το 1917, το καθεστώς δολοφονούσε ατιμωρητί πολίτες της ΕΣΣΔ – Λένιν (Ульянов/Ulyanov), Στάλιν (Джугашвили/Jougasvili), Μπέρια (Берия/Berya) και λοιποί. Ακόμα και μαζικά εγκλήματα αποκρύπτονταν – σαν απόρρητες μυστικές επιχειρήσεις για την προληπτική «προστασία και διαφύλαξη της λαϊκής επανάστασης»(!).
Από το απόγευμα της 18ης και έως 21η Αυγούστου οι κομμουνιστές περιόρισαν τον πρόεδρο Γκορμπατσόφ στο προεδρικό εξοχικό στην Ταυρίδα, στα Σοβιετικά παράλια του Ευξείνου Πόντου, αποκόπτοντας και τα επικοινωνιακά του μέσα. Τα κρατικά ΜΜΕ (μόνο αυτά υπήρχαν) είχαν μπλοκαριστεί από τους καθεστωτικούς. Οι διαφωνούντες ρώσοι πολιτικοί έπρεπε να βγουν δια ζώσης στον κόσμο, στα κεντρικά σημεία της Μόσχας. Έτσι, και ο μετέπειτα πρόεδρος της Ρωσίας Μπορίς Γέλτσιν (Б. Ельцин). Τις ημέρες εκείνες σκαρφάλωσε πάνω σε ένα τανκ στη Μόσχα και ξεκίνησε το κάλεσμα με τις φράσεις «στη τηλεόραση δεν μας αφήνουν, στο ραδιόφωνο δεν μας αφήνουν, στις εφημερίδες δεν μας αφήνουν!.. ». Ο λαός, αντιλαμβανόμενος την πίεση που δέχονταν οι στρατιωτικοί από τους επικεφαλείς κομμουνιστές, πήρε το μέρος του στρατού και των στρατιωτών, ενώ νωρίτερα και ο Γιέλτσιν απηύθυνε κάλεσμα στους αξιωματικούς.
Η αποτυχία του πραξικοπήματος και η επάνοδος Γκορμπατσόφ στη Μόσχα επέφερε την σύλληψη των πρωτεργατών – 8 ανώτατων στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος, την παραπομπή τους σε ανακριτική διαδικασία και δίκη από την Εισαγγελία της Ρωσίας (της ΕΣΣΔ υπολειτουργούσε).


Ο ταραγμένος Αύγουστος 1991 της σύγχρονης ιστορίας της Σοβιετικής Ένωσης έχει το δικό του ιστορικό αποτύπωμα στον ΠΣ “η Αργώ” και στον αυτόχθονα Ελληνισμό της ΕΣΣΔ.
Ο επί σειρά θητειών (νυν επίτιμος) πρόεδρος του αντιπροσωπευτικού συλλογικού φορέα Π.Σ. ”η Αργώ” Χρ. Σοφιανίδης ήταν από τους λίγους έλληνες εκ της Ελλάδας που τις κρίσιμες και ταραγμένες εκείνες μέρες βρίσκονταν στην καταρρέουσα Σοβιετική Ένωση. Τον εν δυνάμει επικίνδυνο εκείνον μήνα Αύγουστο διέρχονταν αναγκαστικά μέσω Μόσχας για τις ελληνικές περιοχές στα νότια της ΕΣΣΔ, όντας και εκλεγμένος Γεν. Γραμ. της Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων Ν. Ελλάδας.
Σκοπός εκείνης της επίσκεψής διαρκείας στον Καύκασο και στην Αζοφική ήταν η έρευνα για την καταγραφή των περιοχών παρουσίας του αυτόχθονος Ελληνισμού και των Ελληνικών Οικισμών στην επικράτεια της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Σοφιανίδης επιδίωκε την περάτωση του δύσκολου αυτού έργο πριν την διαφαινόμενη οριστική διάλυση της ΕΣΣΔ. Η προσπάθεια εξελίχτηκε σε αγώνα χρόνου για να συγκεντρώσει τα πάνω από 150 πολυσέλιδα ερωτηματολόγια που είχε διανείμει ιδιοχείρως τον Μάρτιο 1991 στους εκπροσώπους ελληνικών συλλόγων από πολλές περιοχές της ΕΣΣΔ στο 1ο Πανσοβιετικό Συνέδριο των Ελλήνων της ΕΣΣΔ στην πόλη Γκελεντζίκ (Геленджик). Αργότερα, θα αναλάβει και πρωτοβουλία για αδελφοποίηση της πόλης Γκελεντζίκ με τον Δήμο Καλλιθέας. Αξιολόγησε το γεγονός ότι στο Γκελεντζίκ (πέραν του πιο πάνω ιστορικού Συνεδρίου) ζει σημαντικός αριθμός γηγενών Ελλήνων του Πόντου, ενώ η πόλη διαθέτει και ισχυρό γεωγραφικό συμβολισμό για τους Έλληνες αφού βρίσκεται στα παράλια του Ευξείνου Πόντου. Η αδελφοποίηση συντελέστηκε επιτυχώς με υπογραφή της σχετικής Συμφωνίας το 2008 μεταξύ Γκελεντζίκ και Δήμου Καλλιθέας, όπου ο Χρ. Σοφιανίδης διατελούσε από το 1998 δημοτικός σύμβουλος και αντιδήμαρχος.
Το πρωί της 19ης Αυγούστου 1991 βρίσκονταν στην Μαριούπολη. Είχε αναμμένη την τηλεόραση στο ξενοδοχείο που διέμεινε, όταν ξαφνικά το σύνηθες πρόγραμμα της Σοβιετικής τηλεόρασης διακόπηκε. Άρχισε η μετάδοση του μπαλέτου ”Η λίμνη των κύκνων” του Τσαϊκόφσκι, η εμφάνιση ντυμένης με μαύρο φόρεμα παρουσιάστριας με αυστηρό, καθεστωτικό λόγο και εμφάνιση. Στα πρώτα δευτερόλεπτα πέρασε η σκέψη – δεν μπορεί, κάποια νέα χιουμοριστική εκπομπή θα είναι. Αλλά, όχι, ήταν η εικόνα και φωνή του πραξικοπήματος.
Οι εξελίξεις έβαλαν σε ανησυχία το ελληνικό στοιχείο της Μαριούπολης και όλων των περιοχών της ΕΣΣΔ. Στους περασμένους μήνες είχαν εκφράσει τα αιτήματά τους για τον πολιτισμό, τη γλώσσα, για τα αυτονόητα, προκειμένου να έχουν δυνατότητα διατήρησης της ταυτότητας του ντόπιου Ελληνισμού.
Στη Μαριούπολη μετέβην μόνος, αεροπορικώς από την Ανάπα, με ένα παλαιό δικινητήριο ελικοφόρο ”Aντώνοβ” της γραμμής. Είχε ήδη επισκεφτεί το Σόχουμ – ”το μικρό Παρίσι των Ελλήνων”, μαζί με ένα μέλος του Συλλόγου, προκειμένου να οργανωθεί και εκεί η συγκέντρωση των συμπληρωμένων ερωτηματολογίων της έρευνας. Στην Μαριούπολη τον υποδέχτηκαν μέλη του ελληνικού συλλόγου: ο πρόεδρος Ν. Τεμίρ (Темир Н.), η υπεύθυνη του καλλιτεχνικού συγκροτήματος Μ. Γαϊτάν (Гайтан М.), η δασκάλα των νεοελληνικών Τ. Κασκάλοβα (Кашкалова Т.), η Β. Κονόκ-Λιασκό (Конок-Ляшко В.) που στο διαμέρισμά της είχε ιδρυθεί τον Ιανουάριο 1989 ο ελληνικός σύλλογος και έκτοτε ήταν υπό στενή παρακολούθηση, και άλλοι. Ο Χρ. Σοφιανίδης επισκέφθηκε τον ελληνικό σύλλογο, το Μουσείο της Μαριούπολης (Мариупольский Краеведческий Музей), το ”Ελληνικό σπίτι” στην π. Σαρτανά (с. Сартана), στο Πριμόρσκοε (с. Приморское) και άλλες τοποθεσίες. Παράλληλα, κατέγραφε δια ζώσης και συνεντεύξεις από ντόπιους Έλληνες της Μαριούπολης, αλλά και από άλλες περιοχές – Σταυρούπολη (Ставрополь), Εσεντουκοί (Есендуки), Γκελεντζίκ, Ταϊγάνιο (Таганрог, Ταγκανρόγκ) κα.. Μεταξύ αυτών περιέλαβε και την Αικατερίνη Ζουραβλιόβα (Журавлёва Екатерина) – μέλος τότε της Φιλολογικής Σχολής του Ταϊγάνιου στην Έδρα Γενικής Γλωσσομάθειας, για την οποία σημείωσε την απρόσμενα καλή επικοινωνία της στην νεοελληνική (φέρεται να βρέθηκε έπειτα στο ΑΠΘ).

Πραγματοποίησε, επίσης, φωτογράφηση αντικειμένων και πραγμάτων ελληνικού ενδιαφέροντος που αντίκρισε στο Μουσείο της Μαριούπολης, στο ”Ελληνικό σπίτι” κ.α. (με ιδίοις δαπάνες, όπως ανέκαθεν έκανε και για όλα τ’ άλλα – ξενοδοχεία, διαμονή, διατροφή, μετακινήσεις αεροπορικώς, τραίνα, αναμνηστικά για συμπατριώτες μας εκεί, με εξαίρεση μόνο τα εισιτήρια έως την Μόσχα που αργότερα αποδόθηκαν από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ενώ αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε αμοιβή για την έρευνα). Μεταξύ άλλων, με την κατ’εξαίρεση άδεια της διευθύντριας του Μουσείου, εξήγαγε από τις προθήκες και έβγαλε φωτογραφίες τις σελίδες του μοναδικού ημερολόγιου-βιβλίου του 1892 για την ίδρυση της Μαριούπολης και τον Έλληνα Μητροπολίτη αυτής Ιγνάτιο (Митрополит Игнатий). Η διευθύντρια του Κρατικού Μουσείου Μαριούπολης Ρ. Σοένκο (Соенко Р.) τον ενημέρωσε ότι το βιβλίο αυτό, που φυλάσσονταν κλειδωμένο σε προθήκη του μουσείου, ήταν ένα από τα μόλις δύο σωζόμενα στον Κόσμο (μετά την επιστροφή του στην Αθήνα ο Σοφιανίδης έδωσε, ατυχώς, 98 φωτογραφίες σελίδων από το βιβλίο αυτό σε επίδοξο “περί τω Σύλλογο ιστορικό”(…)).
Για τις φωτογραφήσεις προσέλαβε φωτογράφο στη Μαριούπολη – τον Ιβάν Τ., με τον οποίο γνωρίστηκαν τυχαία σε κατάστημα φωτογραφικών, όπου ο Σοφιανίδης βρέθηκε κατά την αναζήτηση ικανής ποσότητας φιλμ που χρειάζονταν. Για την φωτογράφιση και εργασία αποζημίωσε τον φωτογράφο από ιδίοις πόρους, με ένα ικανοποιητικό ποσό αντίστοιχο δύο μηνιαίων μισθών εποχής. Η χώρα ζούσε τη διάλυσή της, η έλλειψη αγαθών και υλικών ήταν ακόμα πιο αισθητή παντού και σε περίπτωση εύρεσής τους οι τιμές ήταν στα ύψη. Περαιώνοντας τις προγραμματισμένες δραστηριότητές του δεν έφυγε αμέσως, τα μέλη του ελληνικού συλλόγου ήταν ανήσυχοι για τις αβέβαιες ακόμα εξελίξεις και αποφάσισε να παραμείνει και άλλο μαζί τους.
Μετά παραμονής σχεδόν δεκαημέρου επέστρεψε αεροπορικώς στην Ανάπα, όπου τον περίμεναν ανυπόμονα δύο άτομα που είχαν έρθει μαζί του από την Ελλάδα – πανικόβλητοι και έντρομοι από το πραξικόπημα και τις αβέβαιες εξελίξεις. Τον ενημέρωσαν ότι δεν προχώρησαν τις προηγηθείσες ημέρες στη συγκέντρωση του ερευνητικού υλικού στο Σόχουμ και στην Τιφλίδα, όπως συμφωνήθηκε πριν την αναχώρηση του Σοφιανίδη για την Μαριούπολη. Ζητούσαν επίμονα να εγκαταλείψει την όλη προσπάθεια και να φύγουν άμεσα και οι τρεις με κάθε τρόπο στην Ελλάδα, πράγμα που αρνήθηκε επιπλήττοντάς τους για την λιποψυχία που επέδειξαν και έχασαν αναξιοποίητες τόσες ημέρες. Το οξύμωρο της υποκρισίας είναι, πως ο ασυγκράτητα πανικόβλητος και χλωμιασμένος από τον φόβο του ήταν ο δεύτερος, με την ανέκαθεν αναρχο-αριστερίστικη ”προϋπηρεσία” στην Ελλάδα, την οποία συσκότιζε. Θα περίμενε κανείς να είχε δείξει εμπιστοσύνη στους ομοϊδεάτες του της ΕΣΣΔ. Ο πανικός και τρόμος της φοβίας απομόνωσής του ήταν διάχυτα, και ενισχυμένα από την πλήρη ανυπαρξία οιασδήποτε σχέσης και επαφής του με την κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική οντότητα και περιβάλλον του Ελληνισμού στην ΕΣΣΔ, την παντελή έλλειψη γνώσης για την κατάσταση στην χώρα αυτή και απόλυτη άγνοια της ρωσικής γλώσσας, όπως και της ποντιακής (…αργότερα στην Ελλάδα, ο συγκεκριμένος άσχετος και αδαής για τον Ελληνισμό της Σοβιετικής Ένωσης, προωθήθηκε από αδήλωτα συστημικά γρανάζια και με αφώτιστες διαδικασίες του δόθηκε ο τίτλος “διδάκτορα ιστορικού” περί Ελληνισμού της ΕΣΣΔ, σε αποτέλεσμα ”ανάλυσης και παρουσίασης” ενός μόνο κομματικού εντύπου, το μοναδικό αντίγραφο του οποίου αφαίρεσε με δόλο από το αρχείο του Π.Σ. «η Αργώ» (…)).
Ο Χρ. Σοφιανίδης, εν μέσω ταραχών και αντιρωσικού μένους των γεωργιανών κατευθύνθηκε από το Σόχουμ με νυχτερινό τραίνο για την αφιλόξενη Τιφλίδα, να συγκεντρώσει τα στοιχεία της έρευνας για την Γεωργία από τους εκεί ομοεθνείς μας. Στο ολονύχτιο ταξίδι, σε κάθε σταθμό της διαδρομής, όχλοι ντόπιων γεωργιανών ορμούσαν με αλαλαγμούς και επιθετικά καλέσματα στο τραίνο. Είχαν σκοπό να λιντσάρουν έναν νεαρό Ρώσο αξιωματικό με την νεαρή γυναίκα του, που βρέθηκαν να ταξιδεύουν στο διπλανό κουπέ. Κάποια ώρα, σε μία από τις μεταμεσονύκτιες στάσεις, επιδίωξαν να ορμίσουν στο κουπέ του Σοφιανίδη για ”έρευνα” και απετράπησαν κυριολεκτικά πάνω στο κατώφλι. Ο κίνδυνος ανεξέλεγκτης κατάστασης ελλόχευε σε όλη τη διαδρομή. Στην ζοφερή Τιφλίδα το τηλέφωνο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου παρακολουθούνταν, κάποια στιγμή διαφάνηκε ότι υπήρχε και φυσική παρακολούθηση. Για την συγκέντρωση του υλικού, που είχε διανείμει την περασμένη άνοιξη, ο Σοφιανίδης συνεργάστηκε με Έλληνες της περιοχής όπως ο Πόντιος εκπαιδευτικός, ποιητής Α. Τσεπίδης (Чепиди А.) και άλλοι.
Τα ερωτηματολόγια και οι συνεντεύξεις προορίζονταν για την έρευνα του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Η ιδέα για πραγματοποίηση της καταγραφής της κοινωνικο-γεωγραφικής, χωροταξικής παρουσίας του Ελληνισμού στη Σοβιετική Ένωση είχε τεθεί εγκαίρως από τον Χρ. Σοφιανίδη κατά τη συγκρότηση της ”ερευνητικής ομάδας” στο Πανεπιστήμιο (…). Η μαζική αναχώρηση των γηγενών Ελλήνων για την Ελλάδα διαφαίνονταν δεδομένη και ανησυχούσε για την επερχόμενη αδυναμία καταγραφής των Ελληνικών εστιών και οικισμών, που άδειαζαν τάχιστα στην αχανή Σοβιετική Ένωση. Ο γηγενής Ελληνικός πληθυσμός αναχωρούσε μαζικά, ιδίως μετά και το 1989, τα ακίνητα πωλούνταν έναντι ευτελούς τιμήματος ή καταλαμβάνονταν από τους ντόπιους εποίκους (Καζαχστάν, Γεωργία, Αμπχαζία κα.). Ουσιαστικά, συντελούνταν άλλη μία οικονομική καταστροφή και διάλυση του κοινωνικού ιστού του εκεί Ποντιακού Ελληνισμού, μετά τα μαζικά σταλινικά εγκλήματα και τις εξορίες περιόδου 1937-1953.
Η έρευνα εμφανίζονταν σαν ”Μελέτη Απόδημου Ελληνισμού ανά χώρα στην ΕΣΣΔ” από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και την Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού. Στα κρίσιμα εκείνα χρόνια στα πανεπιστήμια Ελλάδας και στην ΓΓΑΕ δεν υπήρχαν καταρτισμένοι γνώστες της ρωσικής γλώσσας και του κυριλλικού πληκτρολογίου. Ο Σοφιανίδης πραγματοποίησε ανιδιοτελώς την πρωτογενή αυτή έρευνα για λόγους αρχών και διαφύλαξης του ιστορικού παρελθόντος του λαού μας, όπως ανέκαθεν έπραττε σε δεκάδες άλλες δραστηριότητες και έργα του Συλλόγου και σε όλες τις επιστημονικές έρευνες που συμμετείχε. Έρευνες, που τα ελλαδικά πανεπιστήμια ελάμβαναν αδρές επιδοτήσεις και χρηματοδοτήσεις – μαζί και ορισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι, μονίμως αποσπασμένοι και περιφερόμενοι εμμίσθως σε ρόλο μελών ”ερευνητικών ομάδων” και επίδοξων περί τω Σύλλογο ”ιστορικών”. Όταν ζητήθηκε η συμβολή του για το περιεχόμενο του ερωτηματολογίου της έρευνας και η απόδοση αυτού στη ρωσική γλώσσα, ο Σοφιανίδης τα κατέταξε στα ”εύκολα” του όλου εγχειρήματος. Η ρωσική γλώσσα συμπληρώθηκε χειρόγραφα ανάμεσα στις αράδες των νεοελληνικών, ώστε να μπορούν να καταλάβουν οι εκπρόσωποι των Ελληνικών κοινοτήτων στις περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης τα ζητούμενα. Έτσι, διένειμε τα ερωτηματολόγια στους ομοεθνείς μας σε δύο γλώσσες: νεοελληνική και ρωσική, με την ταυτόχρονη προφορική παροχή επί τόπου των απαραίτητων οδηγιών και πληροφοριών. Η επαναμετάβασή του για την ολοκλήρωση του εξίσου κρίσιμου σταδίου της έρευνας, ήτοι οργάνωσης συλλογής των πρωτογενών στοιχείων, συνέπεσε στον κρίσιμο για την ΕΣΣΔ και για τον εκεί γηγενή Ελληνισμό μήνα Αύγουστο του 1991.
Παρενθετικά θα μπορούσε να αναφερθεί, πως μόλις το προηγούμενο έτος 1990 ο πρόεδρος Χρ. Σοφιανίδης πραγματοποίησε υπό ανάλογες συνθήκες άλλη μία δύσκολη προσδοκία του Παμποντιακού Συλλόγου «η Αργώ». Επέτυχε, με τη σύμπραξη ομοεθνών μας στην Αμπχαζία, συνοδεία ενός ακόμα μέλους του Συλλογικού φορέα, να εξασφαλίσει και να αναπαραγάγει με ιδίοις πόρους υπό ανύπαρκτες συνθήκες – ούτως ή άλλως απαγορευτικές διοικητικά, τεχνολογικά και υλικά στην Σοβιετική Ένωση – και να μεταφέρει στον Σύλλογο μία πλήρη σειρά των εκατοντάδων εκδόσεων της εφημερίδας «Κόκινος Καπνάς» (Кокинос Капнас) σε πρωτότυπα φωτοαντίγραφα φυσικού μεγέθους της εφημερίδας. Η εφημερίδα εκδίδονταν την δεκαετία 1930 στο Σόχουμ (Сухум) της Σοβιετικής Αμπχαζίας και απαγορεύτηκε από το κομμουνιστικό-σταλινικό καθεστώς, παρόλο που το ίδιο την χρηματοδοτούσε, ήλεγχε και κατηύθυνε ολοκληρωτικά. Υπαγόταν στον άμεσο έλεγχο του «Περιφερειακού Κομιτάτου της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής Αμπχαζίας και Κομμουνιστικού Κόμματος Γεωργίας» [Орган Абхазкого ОбКома и Сухрайкома КП(б) Грузии] και εκδίδονταν σε μία τεχνητή, εκφυλιστικά νεωτερίστικη, εικοσαγράμματη αλφάβητο της νεοελληνικής-δημοτικής. Αρχικώς, περιελάμβανε αρθρογραφίες και στην Ποντιακή γλώσσα, που στη συνέχεια απαγορεύτηκε και απαλείφθηκε πριν και το οριστικό κλείσιμο της εφημερίδας (1937). Η εφημερίδα δεν απηχούσε την πραγματικότητα της κοινωνικής, πολιτισμικής ζωής, της εργασιακής καθημερινότητας και τις ανάγκες του γηγενούς Ποντιακού Ελληνισμού, πόσο δε της πολιτικής εν γένει κατάστασης.
Στα περιθώρια της ιστορικής αναδρομής, παρελκυστικά επί ελλαδικού εδάφους:
Τα στοιχεία της έρευνας συγκεντρώθηκαν με προσωπικό κόπο και δαπάνες υπέρ ενός ευγενούς σκοπού και παραδόθηκαν στο Πανεπιστημίου Αιγαίου. Παρελήφθησαν από άτομο της ”ερευνητικής ομάδας”, που έπαιζε το ρόλο συνδέσμου με τον Σύλλογο για την εν λόγω έρευνα, στην οποία εμπλέκονταν και το ίδιο. Ταυτόχρονα, καταλάμβανε θέση δημοσίου υπαλλήλου της ΔΕΗ με απόσπαση στην Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού (Υπουργείο Εξωτερικών) απ’όπου επιχορηγούνταν η συγκεκριμένη έρευνα και άλλα προγράμματα.
Στα χρόνια εκείνα των παχιών επιδοτήσεων της ΕΕ, πολλοί επιδίωκαν θέσεις στην ”βιομηχανία” εγκρίσεων των επιχορηγούμενων προγραμμάτων, άλλοι την λήψη και διαχείριση αυτών ή την συμμετοχή τους σε αυτά, άλλοι και τα τρία, πολλοί δε εξ αυτών ”ξεχνούσαν” έπειτα την υποχρέωση του αποδοτικού απολογισμού.
Ο συγκεκριμένος υπάλληλος σχετίστηκε στην ΓΓΑΕ με ασχολίες επιδότησης προγραμμάτων προς πανεπιστήμια και φορείς, ασχολίες που διασφάλιζαν σχέσεις με καθηγητές και πανεπιστημιακές ”ερευνητικές ομάδες” στα χρηματοδοτούμενα πανεπιστήμια. Διασφάλιζαν, επίσης, και απολαβές από τα προγράμματα αυτά, σε ρόλο ωσάν ερευνητού, παράλληλα και πέραν του μόνιμου δημοσιοϋπαλληλικού μισθού. Χρησιμοποιώντας τη σχέση του με το ευρέως γνωστό, αντιπροσωπευτικό Συλλογικό φορέα «η Αργώ», εμφάνιζε στα περιβάλλοντα των ”ερευνητικών ομάδων” την εικόνα του ”βαθέως γνώστη του Ελληνισμού στην ΕΣΣΔ”… – ένα πολύ επίκαιρο ζήτημα καθ’ όλη την δεκαετία 1990 που, λόγω ”παλιννοστούντων” και διάλυσης της Σοβ. Ένωσης, υπόσχονταν προσωπική προβολή και ανέλιξη, αφού ήταν ”παρθένο έδαφος” για κάθε είδους μελέτη και χωρίς ανταγωνισμό στον ελλαδικό χώρο.
Μετά παρέλευση τριών ετών (1994) θα εμφανιστεί μία έκδοση της πιο πάνω έρευνας σε φωτοτυπικό τεύχος ”σπιράλ”, που θυμίζει φοιτητικές σημειώσεις. Υποθέτουμε, ότι η μετά τριετίας έκδοση φωτοτυπικού τεύχους οφείλεται στη χρονολογική σύμπτωση των υποχρεώσεων του φορέα-χρηματοδότη (ΓΓΑΕ), που έπρεπε επιτέλους να κλείσει τους απολογιστικούς φακέλους των επιδοτούμενων προγραμμάτων, στα οποία αλώνισαν αποσπασμένοι (και μη) υπάλληλοι για την ”επιστημονική τους αναβάθμιση” εσοδεύοντας αδιευκρίνιστα ποσά από τους προϋπολογισμούς των προγραμμάτων αυτών, και όχι στο ότι οι αρκούντως καταρτισμένοι ”υπάλληλοι-ερευνητές” δεν άφησαν δραχμικό ”λέπι” για να εκτυπωθεί εμπρόθεσμα ένας κανονικός, τυπογραφικός και αντάξιος του θέματος τόμος. Για την ιστορία αναφέρεται ότι για το ερευνητικό αυτό πρόγραμμα στη διαχείριση της ”ερευνητικής ομάδας” στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου είχαν πιστωθεί 7.250.000 δρχ. σε επιχορήγηση.
Παρατηρήσαμε, χωρίς έκπληξη, πως στο Εισαγωγικό κείμενο της έκδοσης εμφανίστηκε η απρέπεια να αποσιωπάται το όλο κοπιώδες πρωτογενές έργο και ο ερευνητής του κρισιμότερου αυτού σταδίου της έρευνας – ήτοι, η πρωτογενής ερευνητική εργασία, προεργασία/οργάνωση καταγραφής, διασφάλιση και απόδοση των πρωτογενών ερευνητικών δεδομένων – στην αξιοπιστία, ποιοτική και ποσοτική επάρκεια του οποίου έργου έγκειται η ακρίβεια ή η αποτυχία όλων των υπολοίπων φάσεων.
Με ανύπαρκτη την αναφορά στο όνομα του ερευνητή της πρωτογενούς έρευνας (Χρ. Σοφιανίδης) και μέσα από τις ομιχλώδεις γενικεύσεις και εκούσιες ασάφειες στο Εισαγωγικό κείμενο της πανεπιστημιακής αυτής έκδοσης, συνάγεται αβίαστα ότι η δύσκολη και απίθανης κλίμακας πρωτογενής ερευνητική εργασία στην ΕΣΣΔ αποδόθηκε εμμέσως πλην σαφώς και τεχνηέντως σε άτομο στενής επαφής με την ”ερευνητική ομάδα”. Τυγχάνει δε… να ήταν ο εν λόγω υπάλληλος, του οποίου το ένα αφτί βρίσκονταν στην επιτροπή έρευνας του πανεπιστημίου και το άλλο στα γραφεία του φορέα-χρηματοδότη (ΓΓΑΕ), όπου ήταν τυπικά αποσπασμένος για τον δημοσιοϋπαλληλικό του μισθό. Οι αφύσικα κολακευτικές ευχαριστίες προς το πρόσωπο του εν λόγω ατόμου και οι υπερθετικές επευφημίες ότι η έρευνα πραγματοποιήθηκε δήθεν ”χάριν της βαθιάς του γνώσης για τον Ελληνισμό της ΕΣΣΔ…”, λαμπίρισαν ωσάν επιμελώς γυαλισμένα παπούτσια σε σκοπίμως σκονισμένη παπουτσοθήκη. Οι έπαινοι ακούγονταν οξύμωρα, ως και αυτοέπαινοι (…), αφού ο συγκεκριμένος αποσπασμένος στην ΓΓΑΕ υπάλληλος της ΔΕΗ, εμπλακείς στην ”ερευνητική ομάδα” του πανεπιστημίου, δεν διέθετε καμία γνώση ρωσικών, ποντιακών και καμία απολύτως σχέση, ούτε και φυσική ή βιωματική, με τον αυτόχθονα Ελληνισμό στην Σοβιετική Ένωση.
Η συμμετοχή και καθοριστική συμβολή του Χρ. Σοφιανίδη ήταν γνωστή στο ερευνητικό περιβάλλον (χωρίς αυτήν η αποτυχία του ερευνητικού προγράμματος θεωρούνταν δεδομένη) και δεν μπορούσε να ”εξαϋλωθεί εντελώς” στα τρία χρόνια που κωλυσιεργούσε η έκδοση της έρευνας. Μπορούσε, όμως, να περικοπεί και να παραχαραχτεί – όπως και έγινε στο εν λόγω Εισαγωγικό κείμενο της έκδοσης με μία ”προσαρμοσμένη ευχαριστία” για την ”μετάφραση κειμένων της έρευνας από τα ρωσικά στην νεοελληνική”. Σε ερώτημα στην αρμόδια γραμματεία του πανεπιστημίου (διευθύνοντος το πρόγραμμα καθηγητού) περί του ”λάθους”, λήφθηκε η απάντηση – το Εισαγωγικό κείμενο δεν συνέταξε ο καλόπιστα υπογράφων διευθύνων καθηγητής, πρέπει να απευθυνθείτε στον συντάκτη(…). Η ιδιαίτερα υποσχόμενη εξελικτικά την περίοδο εκείνη (αυτο)διάκριση σε ”βαθύ γνώστη του Ελληνισμού της ΕΣΣΔ…” και οι αντίστοιχες ”θερμές (αυτο)ευχαριστίες” σε μία πανεπιστημιακή έκδοση, πως θα χρησιμοποιούνταν περαιτέρω για ”ανέλιξη σε ιστορικό” από τον αποσπασμένο υπάλληλο-συντάκτη;..
Τις δεκαετίες 1980-90 στην Ελλάδα δεν υπήρχαν πηγές, καταρτισμένα στελέχη και γνώστες στο ζήτημα του Ποντιακού Ελληνισμού στην Σοβιετική Ένωση. Ούτε και τα σύγχρονα ψηφιακά μέσα πληροφόρησης και επικοινωνίας. Η ανοικτή και ανιδιοτελής παροχή από τον Π.Σ. «η Αργώ» πολύπλευρης ενημέρωσης και γνώσης στα ζητήματα του Ελληνισμού στην/από Σοβιετική Ένωση, ενίοτε και για την ίδια την ΕΣΣΔ, εκλήφθηκε φαίνεται από ορισμένους ως καιροσκοπική ευκαιρία εκμετάλλευσης της μοναδικής αυτής πηγής.
Ο Σύλλογος ήδη κατακλύζονταν με προβλήματα χιλιάδων ελληνικών οικογενειών από την διαλυμένη ΕΣΣΔ. Πολλές βρέθηκαν σε συνθήκες νέας προσφυγιάς και χωρίς καμία ουσιαστική στήριξη της ανέτοιμης και ανοργάνωτης Ελλάδας-κράτους, όπου από το 1990 δεκάδες δισεκατομμύρια δρχ./ευρώ ευρωπαϊκών χορηγήσεων και προγραμμάτων άλλαζαν ταμεία, χέρια και τσέπες τρίτων στο όνομα της ανθρωπιστικής κρίσης των ελληνικών αυτών οικογενειών. Στον Σύλλογο – τα χρόνια που καταστρέφονταν χιλιάδες οικογένειες, παιδιά έμεναν στο δρόμο, πέθαιναν άνθρωποι – δεν περίσσευε χρόνος και μέριμνα για ”επαναφορά αρχείων και χαρτιών” ιδιοκτησίας του Συλλόγου.
Έτσι, εκ της περιόδου εκείνης θα αναδυθεί άλλη μία (μη) έκπληξη, με πρωταγωνιστή τον ίδιο αποσπασμένο στην ΓΓΑΕ υπάλληλο. Αυτή τη φορά σε σχέση με το ιστορικό αρχείο του Συλλόγου – της εφημερίδας «Κόκινος Καπνάς», που απέκτησε ο Σύλλογος σε αποτέλεσμα αίσιας αποστολής του Προέδρου του Συλλόγου (νυν επίτιμου) στις εστίες μας στην Σοβιετική Αμπχαζία το 1990.
Το ιστορικό αυτό αρχείο του Συλλόγου κατέστη από το 1993 και το μοναδικό διασωθέν παγκοσμίως, όταν το Κρατικό Αρχείο της πρώην Αυτόνομης Δημοκρατίας της Αμπχαζίας, όπου βρίσκονταν οι πρωτότυπες εκδόσεις της εφημερίδας, πυρπολήθηκε στον πόλεμο γεωργιανών-αμπχαζίων και καταστράφηκε ολοσχερώς. Φυλάσσονταν εντός του Συλλόγου και δεν επεστράφη ως όφειλε από τον εν λόγω δανεισθέντα υπάλληλο – μαθητευόμενο ”περί τω Σύλλογο ιστορικό”, που με αδήλωτη προσωπική εκμετάλλευση του ιστορικού αρχείου του Συλλόγου θα μεταπηδήσει με ”πανεπιστημιακή διαδικασία” από ”βαθύς γνώστης…” σε ”διδάσκοντα…” για τον Ελληνισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Χωρίς καμία απολύτως γνώση της ρωσικής γλώσσας, ούτε της ποντιακής, καμίας σχέσης, ούτε φυσικής ή βιωματικής με την ΕΣΣΔ, γνώσης ή επαφής με τον εκεί αυτόχθονα Ελληνισμό.
Όπως προαναφέρθηκε, η καθεστωτική εφημερίδα σε καμία περίπτωση δεν απηχούσε την πραγματικότητα της κοινωνικής, πολιτισμικής ζωής, της εργασιακής καθημερινότητας και τις ανάγκες του γηγενούς Ποντιακού Ελληνισμού στην Αμπχαζία και ΕΣΣΔ, πόσο δε της πολιτικής εν γένει κατάστασης. Στα περιεχόμενα της εφημερίδας κυριαρχούσε απολυταρχικά η ιδεολογίστικη προπαγάνδα, η συνθηματοκρατία και η επιβολή της κομματικής καθοδήγησης. Σπανίως, στα πλαίσια αυτά εμφάνιζε στις σελίδες και ”εκπροσώπους της Ελλάδας”, ήτοι επί σκοπού αδειοδοτημένους επισκέπτες-προπαγανδιστές του ελλαδικού ΚΚΕ με την αντίστοιχα ελεγχόμενη συνθηματολογία.
Με παρέλευση 20ετίας(…) από την μεταφορά-διάσωση από τον Σύλλογο του πολύτιμου αρχείου της εφημερίδας, θα εμφανιστεί στην Ελλάδα ένα ομώνυμο ”σύγγραμμα” περί αυτής, που κατ’ ουσία δεν θα απεικονίσει την πιο πάνω πραγματικότητα. Θα εμφανιστεί από τον εν λόγω αποσπασμένο υπάλληλο, τώρα και με πανεπιστημιακό τίτλο “διδάσκοντος”, σε αποτέλεσμα αυθαίρετης, προσωπικής εκμετάλλευσης/δημοσίευσης ιστορικού αρχείου του Συλλόγου. Με ωσάν πραγματικά γεγονότα τα απολυταρχικά δεδομένα της εφημερίδας, με τη γνώριμη στον Σύλλογο αριστερίζουσα ιδεοληψία και ανυπαρξία οιασδήποτε σχέσης και επαφής του με την Σοβιετική Ένωση και τον εκεί γηγενή Ελληνισμό, με απολαβές εκ της “συστημικής ευεργεσίας” και παθογένειας του Δημοσίου με την 20ετή παράλληλη ιδιότητα “μονίμως αποσπασμένου” μόνιμου υπαλλήλου της ΔΕΗ. Ομοίως με την περίπτωση της έρευνας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, και αυτή η ετεροχρονισμένη έκδοση θα παρουσιαστεί με ένα άηθες, ψευδές αφήγημα με σκοπό την αυτοπροβολή, ότι το αρχείο της εφημερίδας διασώθηκε και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα δήθεν από τον “διδάσκοντα” συγγραφέα, δηλ. τον ως άνω αποσπασμένο υπάλληλο/δανεισθέντος το αρχείο και ”βαθύ γνώστη του Ελληνισμού της Σοβιετικής Ένωσης…”(…).
Έτσι, το στρατιωτικό πραξικόπημα Αυγούστου 1991 στην ΕΣΣΔ αποτυπώθηκε δια του εκεί γηγενούς Ελληνισμού στην ιστορική διαδρομή του Παμποντιακού Συλλόγου «η Αργώ», που, στα πλαίσια του ανιδιοτελούς συλλογικού, εθνικού, πολιτισμικού και κοινωφελούς έργου Διοίκησης και μελών, συνδέθηκε εκ της αντιπροσωπευτικής του οντότητας με πολλές περιοχές και γεγονότα στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Άραγε,… η όχι και τόσο ευχάριστη ιστορική επέτειος του αποτυχημένου αυτού πραξικοπήματος, που άγγιξε τον αυτόχθονα Ελληνισμό στην πάλε ποτέ Σοβιετική Ένωση, περικλείει τόσες άγνωστες πτυχές ενός φαινομενικά άσχετου με την Ελλάδα ιστορικού γεγονότος.