“ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ του ΠΟΝΤΟΥ από την πρώην ΕΣΣΔ,  Ζητήματα στον Ελλαδικό χώρο, Προτάσεις”.
Του Χρ. Σοφιανίδη – επίτιμου Προέδρου.
Προέκταση της εισήγησης-ομιλίας στη Διημερίδα νεοσύστατου Συλλόγου Ποντίων Επιστημόνων Κατερίνης, που διεξήχθη με την στήριξη της Νομαρχίας Πιερίας στις 28-29 Φεβρουαρίου 2004.

Από το 1989, με την διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ., άρχισε η έλευση στην Ελλάδα του τελευταίου μεγάλου κύματος των Ελλήνων από την χώρα αυτή. Στις αρχές του περασμένου αιώνα μεγάλο τμήμα των Ελλήνων του Πόντου αναγκάστηκε να καταφύγει στα γνώριμα, αρχέγονα εδάφη προς την γειτονική και ομόθρησκη Ρωσσία για να ξεφύγει από την γενοκτονία, που εξαπέλυσε το βάρβαρο κεμαλικό καθεστώς εναντίον  του την περίοδο 1915-1923.
Διατηρώντας την επαφή με τις προαιώνιες εστίες τους, κυρίως στα ανατολικά παράλια του Εύξεινου Πόντου, την Νότια Ρωσσία και Καύκασο, οι Ρωμαίοι βρέθηκαν στην ροή πολλών ιστορικών και πολιτικών γεγονότων της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., χωρίς την δυνατότητα επαφής με την πατρογονική Γη του Πόντου και την Ελλάδα.
Έως την επικράτηση του σταλινισμού πέτυχαν μεγάλη ανάπτυξη σε όλους τους τομείς, πρεσβεύοντας με τον καλλίτερο τρόπο τις ικανότητες και το πνεύμα του Ελληνισμού. Ίδρυσαν ελληνικά σχολεία, τυπογραφεία, θέατρα, εκδοτικούς οίκους, πραγματοποίησαν σημαντική κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα.
Κατά την σταλινική περίοδο 1937-1953 υπέστησαν (μαζί με άλλες εθνότητες της Ε.Σ.Σ.Δ.) διωγμούς και εξορίσεις με δεκάδες χιλιάδες θύματα, κλείσιμο και καταστροφή όλων των ελληνικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων και φορέων ελληνικού ενδιαφέροντος, κατάσχεση και καταλήστευση των περιουσιών, και διασπορά του ελληνικού κοινωνικού ιστού σε όλη την αχανή επικράτεια της Ε.Σ.Σ.Δ., κυρίως δε στις περιοχές της Σοβιετικής Κεντρικής Ασίας (Καζαχστάν και αλλού), στην βόρεια και ανατολική Ρωσσία.
Πολέμησαν στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με γενναιότητα και επαινέθηκαν γι’ αυτό ακόμα και από τον αυστηρά ελεγχόμενο Σοβιετικό τύπο.
Μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953, οι Έλληνες κατάφεραν και πάλι να ανασυγκροτηθούν και να αναπτυχθούν σε όλους τους τομείς της παραγωγής, της επιστήμης και του πολιτισμού, να έχουν αξιόλογη παρουσία, κοινωνική αναγνώριση και καταξίωση. Παράλληλα, διατηρούσαν με επιμονή την εθνική τους ταυτότητα, την οποία πλήρωσαν πολύ ακριβά με αίμα και αγώνες τις προηγούμενες δεκαετίες. Ήταν τόσο αυθεντική και πολιτισμικά ισχυρή η παρουσία των Ποντίων εκεί, που ακόμα και σήμερα, κατά τις πρόσφατες επισκέψεις μας στην Κεντρική Ασία, συναντήσαμε ασιάτες κατοίκους (μουσουλμάνους) να μιλούν άπταιστα την ελληνική γλώσσα του Πόντου.
Ένα υπολογίσιμο τμήμα του Ποντιακού πληθυσμού της Σοβιετικής Ένωσης έφυγε για την Ελλάδα τις περιόδους 1939, 1965-67, 1975-1988, εκπληρώνοντας έτσι την πρωταρχική επιθυμία των πρεσβύτερων γενεών.
Στις αρχές της δεκαετίας 1990, ορισμένες περιοχές διαμονής των Ελλήνων  στην πρώην Σοβιετική Ένωση αποτέλεσαν τα πεδία πολεμικών συγκρούσεων διαφόρων εθνοτήτων. Έτσι από το 1992 άρχισαν να φτάνουν στην Ελλάδα και Έλληνες – πρόσφυγες πολέμου, έχοντας υποστεί οικογενειακές τραγωδίες και καταστροφές, συχνά χωρίς να έχουν μαζί τους ούτε τα απαραίτητα προσωπικά είδη…
Στην Ελλάδα το γεγονός ενός νέου προσφυγικού ζητήματος δεν έγινε κατανοητό από τις κυβερνήσεις, που εξυπηρετώντας στενά συμφέροντα το βάφτισαν “παλιννόστηση”, εφαρμόζοντας σπασμωδικές, ελλιπέστατες και μικρόψυχες πολιτικές. Ως προτεραιότητα είχαν την εξασφάλιση των προσωπικών, κομματικών και τοπικιστικών συμφερόντων, κατασπαταλώντας ευρωπαϊκά και εθνικά κονδύλια που προορίζονταν για τον (νέο)προσφυγικό αυτό πληθυσμό.
Με ευθύνη της Πολιτείας και των ελλαδικών κυβερνήσεων, είναι άγνωστη στον μέσο έλληνα η ανεκτίμητη προσφορά του Ποντιακού Ελληνισμού στην παλιγγενεσία, στους απελευθερωτικούς αγώνες και στην εδραίωση του νέου ελληνικού κράτους, ο ανεκτίμητος ρόλος των ένοπλων σωμάτων αντίστασης στον Πόντο (1915-1924) για το ελληνοτουρκικό μέτωπο, οι μεγάλες θυσίες του στην Εθνική Αντίσταση, η “εκχώρηση” των περιουσιών των Ελλήνων του Πόντου υπέρ της Τουρκίας από τον Βενιζέλο με το Σύμφωνο Βενιζέλου-Κεμάλ στην Άγκυρα το 1930 – εν είδη πολεμικών αποζημιώσεων για την ακεραιότητα της νέας ελλαδικής επικράτειας, όπως και άλλα πολλά.
Πρέπει να επισημάνω ότι ο όρος “παλιννοστούντες” είναι ακατάλληλος, διαστρεβλωτικός και παραπλανητικός και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για τους Έλληνες του Πόντου από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Όταν το 1990 ιδρύθηκε στην Αθήνα το σκανδαλώδες ΕΙΥΑΠΟΕ (Εθνικό Ίδρυμα Υποδοχής και Αποκατάστασης Παλιννοστούντων Ομογενών) διαφώνησα εξ’ αρχής με τον όρο “παλιννοστούντες”, όπως και με τις μεθοδευμένες επιλογές στην λειτουργία του. Θα ήταν σωστός και αποδεκτός ως όρος εάν επέστρεφαν στον Ιστορικό Πόντο. Με το να βαφτίζονται “παλιννοστούντες” σημαίνει ότι δεν έχουμε ιστορική παρουσία στον Εύξεινο Πόντο, αλλά μόνο στην σημερινή ελλαδική επικράτεια και ότι ο Ελληνισμός του Πόντου απλά επιστρέφει μετά από κάποια σύντομη περίοδο απουσίας εκτός σημερινής Ελλάδας. Η έννοια του όρου παραπλανεί, διαστρεβλώνει και απεργάζεται την ιστορική αλήθεια για τον Ποντιακό Ελληνισμό, την παρουσία και τον ρόλο του στον Ιστορικό Πόντο για χιλιάδες χρόνια, υπονομεύει την Μνήμη του λαού, την διαχρονική πορεία του, τον πολιτισμό, τις αξίες, τις δημιουργίες και τις θυσίες του στον φυσικό του χώρο, από τον οποίο ξεριζώθηκε με γενοκτονίες και άφησε κομμένες ρίζες. Ακόμα και σήμερα στον Πόντο υπάρχουν χιλιάδες ελληνόφωνοι (ομιλούντες ποντιακά), που υποχρεώθηκαν στον εξισλαμισμό τους τελευταίους αιώνες από τα τουρκικά καθεστώτα. Ξέρουν, ότι δεν έχουν τουρκική καταγωγή. Τα παιδιά στον Πόντο έως ότου πάνε στα τουρκικά σχολεία μιλούν ποντιακά. Στο σχολείο δέχονται πιέσεις από τους τούρκους δασκάλους να μην ομιλούν την ποντιακή, αλλά μόνο τουρκικά.
Οι Πόντιοι από την πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., κατά την μεταβατική περίοδο στην Ελλάδα – στα πρώτα δύσκολα χρόνια, μαζί με τις λιγοστές ευχάριστες εμπειρίες τους γνώρισαν και πολλές αρνητικές πλευρές του νεοελλαδικού κράτους.
Μνημειώδες δείγμα της κρατικής αλαζονείας και ανικανότητας αποτελεί και το υπό διάλυση Εθνικό Ίδρυμα Υποδοχής και Αποκατάστασης Παλιννοστούντων Ομογενών που ιδρύθηκε το 1990 (ΕΙΥΑΠΟΕ) και για το οποίο προαναφέρθηκα προηγουμένως. Το Ίδρυμα εξέφραζε την προσέγγιση της κυβέρνησης και του επίσημου κράτους στο ζήτημα της υποδοχής και εγκατάστασης των Ελλήνων του Πόντου από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Μέσω αυτού ικανοποιούνταν οι ρουσφετολογικές ανάγκες των διαφόρων κυβερνητικών και κομματικών στελεχών, που ανέβασαν το προσωπικό του ιδρύματος σε 450 άτομα, στην πλειοψηφία τους, τουλάχιστον, ακατάρτιστα. Στα πλαίσια αυτών των σκοπιμοτήτων  οι κυβερνήσεις και ιθύνοντες χειρίστηκαν τις χιλιάδες οικογένειες ωσάν να ήσαν τρόφιμοι αναμορφωτηρίου, εφαρμόζοντας πρόγραμμα «υποδοχής και αποκατάστασης» προπολεμικού τύπου και εγκλωβίζοντας τους (νέο)πρόσφυγες στην νοοτροπία του νεοελλαδικού κατεστημένου, που το ίδιο δεν γνώρισε ποτέ τα επίπεδα της παραγωγικής, επιστημονικής και καλλιτεχνικής κατάρτισης του νέου αυτού πληθυσμού. Το ίδρυμα εδώ και χρόνια τελεί υπό διάλυση, έχοντας αποδώσει μίζερο σε σχέση με τις απαιτούμενες ανάγκες έργο και με δυσανάλογα υψηλό κόστος.
Στις αρνητικές εμπειρίες υπάγονται και οι αθέμιτες, συντεχνιακές παρεμβάσεις κλαδικών και συνδικαλιστικών οργάνων προς τα υπουργεία, προκειμένου να επισημοποιήσουν με θεσμικές ρυθμίσεις τα ανταγωνιστικά τους σύνδρομα και να αποτρέψουν την επαγγελματική δραστηριότητα του νέου επιστημονικού και καλλιτεχνικού δυναμικού, που απέκτησε η χώρα με την έλευση των Ελλήνων από την πρώην Ε.Σ.Σ.Δ..

Θα μπορούσε να αναφερθεί, ακόμα, η υπεξαίρεση των περιουσιών τους από την Τράπεζα της Ελλάδας (βλ. καταθέσεις στο ελληνικό προξενείο Μόσχας), οι απάτες με αγορές ακινήτων, τα μεθοδευμένα σκάνδαλα με τα αφορολόγητα αυτοκίνητα, ο εμπαιγμός με τα επιδοτούμενα προγράμματα της Ε.Ε. και άλλα που αναφέρονται πιο κάτω.

Τα κυριότερα προβλήματα, που ταλαιπώρησαν και εξακολουθούν να ταλαιπωρούν τους πιο πάνω Έλληνες, τόσο κατά την έλευση όσο και κατά την εγκατάσταση και προσαρμογή εδώ, είναι τα παρακάτω :

•  Το φράγμα της γλωσσικής επικοινωνίας,
•  Έλλειψη σταθερής απασχόλησης και η εργασιακή εκμετάλλευσή τους,
•  Στεγαστικό,
•  Το Εκπαιδευτικό και ο επιλεκτικός αποκλεισμός των νέων από την μορφωτική ανέλιξη,
•  Έλλειψη κοινωνικοασφαλιστικής και υγειονομικής μέριμνας από το κράτος, που βασανίζει αντί να μεριμνά,
•  Ευκαιριακοί χειρισμοί και ολιγωρίες κυβερνητικών στελεχών.

Εκτός αυτών, άλλα σημαντικά προβλήματα αναδύονται και πολλαπλασιάζονται, ελλείψει εθνικής πολιτικής και ειλικρινής διάθεσης των ιθυνόντων οι οποίοι αποφεύγουν επιλεκτικά και συστηματικά την συνεργασία με τους άμεσα ενδιαφερόμενους και αντιπροσωπευτικούς φορείς, που αγωνίζονται ανιδιοτελώς κατά του εμπαιγμού των Ελλήνων (νέο)προσφύγων.
Θα μπορούσα να αναφέρω δεκάδες σημαντικά και θα έλεγα συνειδητά διαιωνιζόμενα προβλήματα και εμπόδια, που επιφύλαξε το επίσημο και “ανεπίσημο” κράτος. Ορισμένα από αυτά είναι :

  • Υπονόμευση και απαξίωση από ορισμένους κυβερνητικούς ιθύνοντες της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων από την πρώην ΕΣΣΔ, με την κατάργηση στην ουσία των ελληνικών διαβατηρίων και των πιστοποιητικών ιθαγένειας των (νέο)προσφύγων. Ανιστόρητες ρυθμίσεις, που είχαν φτάσει στο σημείο να υπονομεύουν και επισήμως τους Ποντίους από την πρώην ΕΣΣΔ, υποχρεώνοντάς τους να ακολουθήσουν διαδικασίες έκδοσης άδειας παραμονής αλλοδαπού, παρότι Ελληνικής ιθαγένειας και υπηκοότητας από την γέννησή τους. Αδικαιολόγητες και μακροχρόνιες κωλυσιεργίες στην “διαπίστωση” της ιθαγένειας, με εξωπραγματικές και χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες, από ανοργάνωτες και “επιθετικές” υπηρεσίες. Συνεχώς τροποποιούμενες ρυθμίσεις, με στόχο να προστίθενται νέα προσκόμματα στην τυπική “νομιμοποίηση” της διαμονής τους.
  • Η μη τακτοποίηση των κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων, ήτοι: της απόδοση των συντάξεων στους Ποντίους συνταξιούχους από την πρώην  ΕΣΣΔ, καθώς και αναγνώριση της εργασιακής προϋπηρεσίας των όσων έχουν εργαστεί εκεί. Η κυβέρνηση έως και σήμερα δεν αξιοποίησε τις ρεαλιστικές προτάσεις, που επανειλημμένα έχουμε καταθέσει, αποφεύγοντας να δώσει απάντηση ή να αντιπροτείνει επί αυτών. Παράλληλα, όμως, δεν έχει προωθήσει τις απαιτούμενες διαδικασίες για την απόδοση των συντάξεων και την αναγνώριση της εργασιακής προϋπηρεσίας, που πραγματοποίησαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση οι πιο πάνω Έλληνες. Έτσι άτομα παραγωγικής ηλικίας – ιδίως μεταξύ 40 και 65 ετών (ποσοστό πληθυσμού >22%) – σε συνδυασμό με τα πρωτόγνωρα ποσοστά ανεργίας (>50% του πληθυσμού), στερούνται το δικαίωμα στην στοιχειώδη κοινωνική ασφάλιση. Υπάρχει σειρά υπομνημάτων και προτάσεών μας προς τον Πρωθυπουργό, υπουργούς Εργασίας και Εξωτερικών για το συγκεκριμένο ζήτημα (πόροι: από την ανταλλάξιμη περιουσία των προσφύγων που υπεξαιρούνται και διασπαθίζονται νομιμοφανώς με το παράνομο Π.Δ. 137/1998, από τις πρώτες ύλες και εμπορικές συναλλαγές με τις χώρες της πρ. ΕΣΣΔ, από χορηγήσεις και προγράμματα της Ε.Ε. προς τις εν’ λόγω χώρες, από τα εθνικά κονδύλια), όμως δεν έχουν ασχοληθεί με το θέμα και αποφεύγουν την επίλυση του ζητήματος. Από την κρατική εγκατάλειψη και αδιαφορία αυξήθηκε υπερβολικά ο αριθμός θανάτων ηλικιωμένων ανθρώπων και αυτών που έπρεπε να είχαν συνταξιοδοτηθεί. Το πρόβλημα κληρονόμησαν οι “νεότεροι” δικαιούχοι, που εγκαταστάθηκαν από το 1976 έως και σήμερα. Το ζήτημα αυτό αναγνωρίστηκε ως υπαρκτό από την κυβέρνηση μόλις τα τελευταία χρόνια και μόνο κατόπιν έντονων και συνεχών οχλήσεων και κινητοποιήσεών μας (1987, 1993, 1994, 1997, 1998, 2002, 2004). Δεν έχει προβεί, όμως, σε καμία ουσιαστική ενέργεια για την λύση του. Απευθυνθήκαμε ακόμα και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2002) με πλήρως τεκμηριωμένα υπομνήματα, καθώς και στον Συνήγορο του Πολίτη, αλλά με παρεμβάσεις κυβερνητικών αξιωματούχων το ζήτημα αποσοβήθηκε και εκεί.
  • Ανυπαρξία θεσμικών ρυθμίσεων και συνθηκών για τους νέους Ποντίους από την πρ. ΕΣΣΔ, προκειμένου να εισαχθούν ισότιμα με τους άλλους μαθητές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Από έρευνα του Παντείου Πανεπιστημίου το 1992 προκύπτει ότι το ποσοστό των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ανάμεσα στους Έλληνες Ποντίους από την πρώην ΕΣΣΔ ξεπερνά το 27%, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα καταγράφτηκε στο 6,5 %.  Στην Ελλάδα όμως, με ευθύνη της κυβέρνησης, τα τελευταία 14 χρόνια δημιουργήθηκε αναποκατάστατο κενό στα ποσοστά φοίτησης αυτού του πληθυσμού στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κατά το διάστημα 1990-2000 η τρομακτική μείωση του ποσοστού εισαγωγής στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, που προκάλεσε η αδιαφορία του υπουργείου παιδείας, έφτασε στο 0,20-0,30% επί του πληθυσμού (από το πλέον του 27% εισακτέων που ήταν στην πρώην Σοβιετική Ένωση!) [ΣΧ1].
    Κανένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα γλωσσικής προσαρμογής, εντός των σχολείων, για τα παιδιά των νεοεγκατεστημένων οικογενειών δεν εφαρμόστηκε και πολύ περισσότερο δεν λειτούργησε.
    Τα περισσότερα παιδιά εφηβικής ηλικίας δεν βρέθηκαν στα σχολεία αλλά στα εργοστάσια, βιοτεχνίες και όπου αλλού βρήκαν εργασία, αναλαμβάνοντας εν’μέρη ή και εξ’ολοκλήρου το βάρος της επιβίωσης της οικογένειάς τους.
    Το 1992 η αντιστοιχία μαθητών Δημοτικών σχολείων και μαθητών Γυμνασίων-Λυκείων προσδιορίζεται στο 7 προς 1.
    Τα επιδοτούμενα από την Ε.Ε. τμήματα εκμάθησης νεοελληνικής γλώσσας αποτέλεσαν πολυτέλεια σχεδόν για τον σύνολο του πληθυσμού. Την κρίσιμη περίοδο 1990-1994  δεν καλύφθηκε ούτε το 8% των απαιτούμενων θέσεων επί του νεοεγκατεστημένου πληθυσμού. Αλλά και στη συνέχεια η κατάσταση δεν βελτιώθηκε [ΣΧ2].
    Από το 1990 θέτουμε το αίτημα να προβλέπεται ποσοστό 2-3% επί των θέσεων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, κατ’ εξαίρεση για τα παιδιά των Ποντίων από την πρώην ΕΣΣΔ. Αυτό είναι επιβεβλημένο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον μεγάλο αριθμό παιδιών σχολικής ηλικίας και το γεγονός ότι, ενώ στην πρώην ΕΣΣΔ δεν υπάρχουν ελληνικά σχολεία, ευρισκόμενοι εδώ αναγκάζονται, υπό εξαιρετικά άνισους όρους και μη γνωρίζοντας την νεοελληνική γλώσσα, να συναγωνιστούν στις εισαγωγικές εξετάσεις όλους τους άλλους υποψήφιους ή τα παιδιά ομογενών που αποφοίτησαν από ελληνικά σχολεία σε δυτικές χώρες. Στο σοβαρό αυτό ζήτημα οι κυβερνήσεις και το υπ. παιδείας δείχνει αλαζονεία και επιπολαιότητα, με αποτέλεσμα πολλοί ικανοί και αριστούχοι νέοι να μείνουν για πάντα έξω από την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το αξιοσημείωτο είναι ότι, ενώ η κυβέρνηση και το υπ. παιδείας αρνούνται πεισματικά να υιοθετήσουν την πρότασή μας για τα παιδιά των ελλήνων από την πρώην ΕΣΣΔ, από το 1996 έκαναν πράξη την δική μας αυτή πρόταση για τους μουσουλμάνους (τουρκογενείς) της Θράκης … (…).
    Τα προβλήματα εξ αιτίας της ολιγωρίας των ιθυνόντων του Υπουργείου παιδείας είναι πολλά. Θα αναφερθώ, ως παράδειγμα, σε ένα κατά τα φαινόμενα απλό θέμα – αυτό του “διαπολιτισμικού” σχολείου. Ιδέες κάποιον τρίτων στην Ελλάδα, που προωθούν απόψεις εντελώς ξένες και άσχετες με τις ανάγκες και τις επιθυμίες των ελλήνων από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Κάνοντας κακή αντιγραφή των προτύπων και ιδεών άλλων χωρών που έχουν διαφορετικά προβλήματα και έχοντας βλέψεις στα εκατοντάδες εκατομμύρια των επιδοτούμενων ευρωπαϊκών κονδυλίων, δρομολόγησαν το πείραμα του “διαπολιτισμικού” σχολείου στην Ελλάδα, αδιαφορώντας με περισσή αμορφωσιά για την πολιτισμική ταυτότητα των παιδιών μας. Τι νομίζουν ότι θα διδάξουν στα Ποντιόπουλα από το Καζαχστάν, την Γεωργία, την Ρωσσία, την Αρμενία κ.α.; Ποιο νομίζουν ότι είναι το πεδίο γνωριμίας με τα άλλα παιδιά της τάξης; Μήπως η Καζάχικη, η Γεωργιανή, ή η Αρμένικη  λογοτεχνία – ιστορία – γλώσσα κ.λπ.;!  Εάν υποθέσουμε ότι ο πειραματισμός αυτός εισαγόταν το 1923, τότε – σύμφωνα με τις λαθεμένες αυτές απόψεις – τα παιδιά των προσφύγων από τον Πόντο και την υπόλοιπη Μικρά Ασία έπρεπε να διδάσκονται τον Οθωμανικό πολιτισμό και γλώσσα, ενώ για τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης τα στοιχεία αυτά θα αποτελούσαν το πεδίο γνωριμίας με το προσφυγικό στοιχείο (!). Ας έρθουμε στο σήμερα. Επί δεκαετίες στην πρώην ΕΣΣΔ οι Έλληνες του Πόντου διατηρούσαν τα ήθη και τα έθιμά μας, την γλώσσα, τους χορούς κ.α.. Ο πολιτισμός και η γλώσσα των Ποντίων είχαν τέτοια δυναμική, που ουκ ολίγοι καζάχοι, τατάροι, αζέροι κ.α. έμαθαν και ομιλούν ποντιακά και να χορεύουν ποντιακούς χορούς. Μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την αραίωση του Ποντιακού πληθυσμού στις περιοχές μαζικών αναχωρήσεων, ένα από τα μεγάλα διλήμματα που απασχολούσαν τους γονείς ήταν και το πώς θα αποφύγουν την αφομοίωση των παιδιών τους. Είναι αδιανόητο, αυτό που ήθελαν να αποφύγουν εκεί να το συναντούν εδώ στην Ελλάδα, επειδή κάποιοι θέλουν με το ζόρι να επιβάλλουν στα παιδιά τους όχι την Ιστορία, τον Πολιτισμό ή τους χορούς του Ποντιακού Ελληνισμού, αλλά τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των χωρών που εγκατέλειψαν(!). Είναι προφανής η ψυχική  καταπίεση και ο βιασμός της εθνικής ταυτότητας αυτών των παιδιών και των οικογενειών τους, με την αυθαίρετη ένταξή τους σε κοινά “διαπολιτισμικά” προγράμματα για αλβανούς και άλλους αλλοεθνείς, καθώς και για τους τσιγγάνους. Είναι προφανές ότι το πεδίο γνωριμίας σε ένα “διαπολιτισμικό” σχολείο με ελληνόπουλα από την πρ. ΕΣΣΔ θα πρέπει να αναφέρεται στα πολιτισμικά στοιχεία του Ποντιακού Ελληνισμού. Αυτό, όμως, δεν εφαρμόζεται με ευθύνη του ελλαδικού Υπ. Παιδείας.
  • Διαφόρων μορφών παράλογα και υψηλά προσαυξανόμενα πρόστιμα, που χρεώθηκαν επιλεκτικά στις (νέο)προσφυγικές οικογένειες από τις κατά τόπους πολεοδομίες και το Ι.Κ.Α. για ανέγερση πρώτης κατοικίας, καθώς και από ορισμένους Δήμους για την εκποίηση της οικοσκευής τους πέριξ των υπαίθριων αγορών (χαρακτηριστική και προεξέχουσα η περίπτωση του Δήμου Αθηναίων).
  • Συνθήκες ανισότητας και διάκρισης στο καθεστώς αναγνώρισης των πτυχίων, που από ανώτερη τριτοβάθμια εκπαίδευση υποβαθμίζονται αυθαίρετα σε επίπεδο μέσης εκπαίδευσης,
  •  Καθεστώς τεχνιτών εμποδίων στην έκδοση αδειών άσκησης επαγγέλματος στους διπλωματούχους και πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (γιατροί, μαίες, νοσηλευτές, μουσικοί, κ.α.), με ευθύνη της κυβέρνησης υπό την επήρεια των κλαδικών και συνδικαλιστικών συντεχνιών στην Ελλάδα,
  • Ανυπαρξία προγραμμάτων υποδοχής, αξιοπρεπούς κοινωνικής ένταξης, γλωσσικής κατάρτισης και επαγγελματικής επανακατάρτισης,
  • Πλήρη έλλειψη Πολιτειακής μέριμνας και προϋποθέσεων για την διατήρηση και μεταλαμπάδευση του πολύτιμου ιστορικού, πολιτισμικού και πολιτιστικού πλούτου του Ποντιακού Ελληνισμού, καθώς και της ιδιαίτερης ταυτότητάς του (ιστορία, γλώσσα, θέατρο, χοροί, τέχνες κ.α.),
  • Πλήρης απουσία του επίσημου κράτους στην ενημέρωση για την δομή και την λειτουργία του κράτους και του πολιτεύματος,

Θα ήθελα να αναφέρω μερικά στοιχεία, που προέκυψαν από την έρευνα του Πάντειου Πανεπιστημίου το 1992 στην οποία μετείχαμε, καθώς και από τις εκτιμήσεις και τα συμπεράσματα έρευνας του υποφαινόμενου :

  • Παρά το ότι το 74% των πιο πάνω Ελλήνων ηλικίας άνω των 15 ετών είναι Οικονομικά Ενεργός Πληθυσμός (έναντι του 50% του ελλαδικού πληθυσμού), η ανεργία πλήττει άνω του 50% του πληθυσμού αυτού (όταν ο Μ.Ο. της ανεργίας για τον υπόλοιπο πληθυσμό κυμαίνεται στο 10%).
  • Το πρόβλημα της ανεργίας επιδεινώνεται και από την υποβάθμιση των πτυχίων τους, που δρομολόγησε το υπουργείο παιδείας ενδίδοντας σε πιέσεις των διαφόρων ελλαδικών κλαδικών και συνδικαλιστικών συντεχνιών, καθώς και από την υιοθέτηση υπερβολικών γραφειοκρατικών τερτιπιών στις χορηγήσεις επαγγελματικών αδειών στους αποφοίτους 3βάθμιας εκπαίδευσης (ιατροί, μουσικοί, μαίες, νοσοκόμοι κ.α.).
  • Τα άτομα παραγωγικής ηλικίας – ιδίως μεταξύ 40 και 65 ετών (ποσοστό πληθυσμού >22%) – σε συνδυασμό με τα πρωτόγνωρα ποσοστά ανεργίας αυτού του πληθυσμού (>50%), στερούνται τις στοιχειώδεις κοινωνικο-ασφαλιστικές παροχές (ιατροφαρμακευτική ασφάλιση, υγειονομική περίθαλψη, παροχές πρόνοιας κ.α.). Με το δεδομένο ότι οι κυβερνήσεις της χώρας δεν διευθέτησαν το θέμα των συντάξεων και της αναγνώρισης των ετών προϋπηρεσίας, το πρόβλημα είναι ακόμα πιο έντονο για χιλιάδες οικογένειες.
  • Λαμβάνοντας υπ’όψιν ότι ο μέσος αριθμός  μελών ανά οικογένεια στον πληθυσμό των Ελλήνων από την πρώην Σοβιετική Ένωση είναι 4,5 άτομα, όταν στον υπόλοιπο ελλαδικό πληθυσμό είναι 3,5 άτομα, γίνεται αντιληπτό ότι τα οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τους επιβαρύνουν πολλαπλάσια έναντι του υπόλοιπου ελλαδικού πληθυσμού.

Παρά τα προβλήματα και τα τεχνητά εμπόδια οι (νέο)προσφυγικές οικογένειες κατάφεραν σε ικανοποιητικό βαθμό να ανασυγκροτηθούν και να καθορίσουν την πορεία τους στην Ελλάδα, την οποία περήφανα πρέσβευαν και υπερασπίζονταν στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Έχουν αναπτύξει εμπορικές επιχειρήσεις και εταιρείες, επιστημονικές, πολιτιστικές, κοινωνικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Αποτελούν την γέφυρα της Ελλάδας στις εμπορικές και άλλες επαφές με την πρώην Σοβιετική Ένωση. Με πρόχειρους υπολογισμούς μου προκύπτει ότι μόνο από την περιοχή της Καλλιθέας Αττικής, οι τελευταίως εγκατεστημένες οικογένειες συνεισφέρουν τουλάχιστον  5×106 € μηνιαίως στις εν’ γένει οικονομικές συναλλαγές της περιοχής.

Μεγάλο τμήμα του ελλαδικού πληθυσμού κατάγεται από τον Πόντο και εν’ γένει την Μ. Ασία. Ο πληθυσμός αυτός έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της χώρας από τις αρχές του 20 αιώνα, όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις πατρογονικές του εστίες. Όμως, είναι αποκομμένος από το σύγχρονο (νέο)προσφυγικό Ζήτημα, προφανώς λόγω παρέλευσης των πρώτων γενεών, όπως είναι αποκομμένος και ο υπόλοιπος ελλαδικός πληθυσμός. Οι παλαιοί Ποντιακοί σύλλογοι δεν κατανοούσαν και απείχαν πλήρως από το (νέο)προσφυγικό ζήτημα για αρκετά χρόνια μετά το 1989. Οι περισσότεροι απέχουν έως και σήμερα ή δεν μπορούν να παρέχουν καμία στήριξη.

Την τελευταία εικοσιπενταετία και ειδικά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια υπολογίσιμος αριθμός Ελλήνων υλοποίησε τον ερχομό του στην Ελλάδα, με το άνοιγμα των συνόρων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Σχεδόν όλες οι οικογένειες συνάντησαν τα προαναφερόμενα προβλήματα, αρχής γενομένης από τα ελληνικά προξενεία εκεί.

Θα ήθελα να σημειωθεί ότι το ζήτημα “Ποντιακός Ελληνισμός στην ΕΣΣΔ” αναδείχτηκε για πρώτη φορά από τον Παμποντιακό Σύλλογο «η ΑΡΓΩ» με την ίδρυση του. Τον Σύλλογο δημιουργήσαμε στην Καλλιθέα Αθηνών, στα τέλη του 1985 και αρχές του 1986. Ιδρύθηκε από Έλληνες του Πόντου πρώτης γενιάς από την πρώην Σοβιετική Ένωση, που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα τα έτη 1976-84 και 1965-67 (κυρίως από το Καζαχστάν, απ’όπου και προέρχονται οι χιλιάδες προηγηθείσες οικογένειες τις δεκαετίες ’60 και ’70). Με την ίδρυσή του ο Σύλλογος προσέλκυσε στις δραστηριότητές του Ποντίους δεύτερης και τρίτης γενιάς, γεννημένους στην Ελλάδα. Μέλη του Συλλόγου έγιναν Έλληνες από όλες τις περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια («παλιννοστούντες»).
Είναι ο ιστορικός Σύλλογος, που έπαιξε πρωτοποριακό και καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη του νέου προσφυγικού ζητήματος των Ελλήνων από την πρώην Σοβιετική Ένωση, όπως και στην προώθηση λύσεων στα προβλήματα υποδοχής και εγκατάστασης, τα οποία κατέγραψε στο σύνολό τους από τότε που εμφανίστηκαν έως και σήμερα. Από την ίδρυσή του λειτούργησε και ως το πρώτο Κέντρο στήριξης του Ελληνισμού από/στην πρώην Σοβιετική Ένωση, επωμιζόμενος σημαντικό φορτίο λόγω πλήρους απουσίας του επίσημου κράτους.
Ανέδειξε για πρώτη φορά το ζήτημα των σταλινικών διώξεων και εγκλημάτων κατά του ελληνικού πληθυσμού την περίοδο 1937-1953 (που έλαβαν ιδίως).
Από το 1986, για πρώτη φορά στα χρονικά, ανέδειξε και διεκδίκησε με μαζικές και δυναμικές εκδηλώσεις την αναγνώριση της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, που διέπραξε το τουρκικό καθεστώς το 1914-1923.

Πολύ περιληπτικά αναφέρονται μερικά από τα ζητήματα που έπρεπε ως Σύλλογος να θέσουμε και υλοποιήσουμε :

Καταγραφή, ανάλυση και τεκμηρίωση, σε συνεχόμενη βάση από το 1986, των προβλημάτων και εμποδίων, που συναντούν οι Έλληνες του Πόντου από την πρώην Σοβιετική Ένωση στην Ελλάδα. Συγκέντρωση και ενημέρωση του κόσμου για τα ζητήματά του. Διοργάνωση μαζικών (ή συλλογικών) κινητοποιήσεων με επίδοση στους κυβερνώντες των σχετικών υπομνημάτων και πολύς ψυχοφθόρος αγώνας κατά της αλαζονείας και αδιαφορίας των ιθυνόντων. Όπως ήδη ανέφερα τα αιτήματα αναφέρονταν: στην εργασία, εκπαίδευση, στέγαση, ένταξη στο νέο κοινωνικό περιβάλλον, κοινωνικοασφαλιστικά ζητήματα, στρατολογικά θέματα, θέματα πρόνοιας, έμμεσων ή άμεσων εκβιασμών (επιδόματα πρόνοιας, τελωνεία, αυτοκίνητα κ.α.), στα σκάνδαλα και την διασπάθιση πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων δρχ. εις βάρος των (νέο)προσφυγικών οικογενειών (ΕΙΥΑΠΟΕ, κλπ), στον εξοστρακισμό μαθητών και φοιτητών από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, στην δημιουργία προϋποθέσεων για την διατήρηση της Ποντιακής γλώσσας, στην διδασκαλία της Ιστορίας του Πόντου στα σχολεία, στην άμεση απομάκρυνση των ελληνικών οικογενειών από την ζώνη πολέμου Γεωργίας-Αμπχαζίας (1992-1993), στις επιλεκτικές διώξεις από τις υπαίθριες αγορές κατά την εκποίηση της οικοσκευής και σε άλλα ζητήματα.

Οι μαζικές συγκεντρώσεις και πορείες διαμαρτυρίας στο κέντρο της Αθήνας, στις οποίες συμμετείχαν χιλιάδες άνθρωποι, ήταν παρατεταμένης διάρκειας. Οι κινητοποιήσεις αυτές έχουν την δική τους ιστορική σημασία και αξία, διότι είναι οι πρώτες και μοναδικές που διοργανώθηκαν από αντιπροσωπευτικό φορέα Ποντίων στην Αθήνα, με στόχο την διεκδίκηση λύσεων σε προβλήματα επιβίωσης και ποιότητας ζωής, καθώς και για την αναγνώριση της γενοκτονίας. Οι κινητοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν στο Σύνταγμα (19 Μαϊου 1991), έξω από το Υπουργείο των Εξωτερικών (29 Μαρτίου 1993),  έξω από την Βουλή με πορεία και συγκέντρωση στο Μέγαρο Μαξίμου (28 Απριλίου 1993,  21 Ιουνίου 1994), έξω από το Δημαρχείο Αθηνών (27 Ιουνίου 1995,  31 Οκτωβρίου 1995), έξω από το Δημαρχείο Αθηνών με πορεία προς το Υπουργείο Εσωτερικών και την Βουλή (19 Νοεμβρίου 1997, ολοήμερης διάρκειας) και άλλες.
Πραγματοποιήσαμε επανειλημμένες παραστάσεις και παρεμβάσεις στις αρμόδιες κυβερνητικές και κρατικές δομές. Ανάμεσα στ’ άλλα επιτεύχθηκαν και νομοθετικές ρυθμίσεις για την διευθέτηση προβλημάτων, που πλήττουν τους «παλιννοστούντες» (τελωνεία-μεταφορά οικοσκευής, δικαίωμα εκποίησης οικοσκευής (1989-90, 1995), στρατολογικά (1987, 1992), διαγραφή προστίμων ΟΤΑ και ιδίως Δήμου Αθηνών που αποτελούσαν προϊόν επιλεκτικής επίθεσης (1998, 2002), κρατική αρωγή στην απόκτηση πρώτης κατοικίας (2000), αναγνώριση αδειών οδήγησης (1997,1998, 2002, 2004), κοκ.). Πολλές από τις ρυθμίσεις ήταν ελλιπείς, αφού οι ιθύνοντες δεν ελάμβαναν υπ’όψιν πλήρως τις υποβληθείσες προτάσεις.
Βοηθήσαμε τα ελληνικά πανεπιστήμια να διενεργήσουν έρευνες για τον Ελληνισμό της πρώην ΕΣΣΔ τόσο εκεί, όσο και στην Ελλάδα, συμβάλλοντας καθοριστικά στην εξασφάλιση και απόκτηση γνωστικού υλικού – άγνωστου στην Ελλάδα (από ιδρύσεως του Συλλόγου -…).

Πραγματοποιήσαμε επανειλημμένα αποστολές στις περιοχές των ελληνικών κοινοτήτων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (Καζαχστάν, Μόσχα – Ρωσία, Σοχούμ – Αμπχαζία, Τιφλίδα – Καύκασος, Μαριούπολη, (1989-… ) ).

Τα πρώτα στην Ελλάδα τμήματα εκμάθησης νεοελληνικής γλώσσας για τους Ποντίους από την πρώην ΕΣΣΔ οργανώθηκαν από τον Σύλλογο και λειτουργούν έως σήμερα από το 1988.

Από το 1986 ο Σύλλογος καθιέρωσε και πραγματοποιεί κάθε χρόνο στην Καλλιθέα την μεγαλύτερη υπαίθρια εκδήλωση στην ευρύτερη περιοχή – το ”ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΤΡΙΗΜΕΡΟ”. Στις εκδηλώσεις συμμετέχουν πολλοί σύλλογοι και παρευρίσκεται πλήθος κόσμου, μέσα στον οποίο όλο και πιο πολύ ξεχωρίζει η παρουσία της νεολαίας. Στο Ποντιακό Τριήμερο, που πραγματοποιείται στα τέλη Σεπτεμβρίου στην κεντρική πλατεία, τέθηκαν για πρώτη φορά τα σημαντικά ζητήματα (Γενοκτονία, Ελληνισμός από/στην πρώην ΕΣΣΔ, νεοπροσφυγικό Ζήτημα κ.λπ.) με διαλείμματα υπό τον ήχο της ποντιακής λύρας (κεμεντζέ) και τους παραδοσιακούς χορούς του Πόντου. Για πρώτη φορά στην ιστορία κλήθηκαν στον ελλαδικό χώρο και παρουσιάστηκαν στο Τριήμερο Ποντιακά καλλιτεχνικά σχήματα από τον Ιστορικό Πόντο (1990,1992, 2001).

Αποτέλεσμα της επίπονης δουλειάς των μελών του Συλλόγου αποτελεί και η δημιουργία κειμενο-φωτογραφικής Έκθεσης ”ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΕΥΞΕΙΝΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”. Πρώτη στο είδος της, δημιουργήθηκε το 1986 και ανανεώθηκε το 1990 σε τρεις γλώσσες (ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά). Παρουσιάζει την Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού από την αρχαιότητα έως την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (Κρατικές συγκροτήσεις, Πολιτισμός, Παιδεία, Θρησκεία, Γενοκτονία, Ένοπλη αντίσταση, Ελληνισμός στην πρώην Σοβιετική Ένωση, Σταλινικές διώξεις κ.α.). Τον Απρίλιο του 1990 η Έκθεση παρουσιάστηκε στο κτίριο του Ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο με διοργανωτή την Γ.Γ.Α.Ε. Τον Νοέμβριο του 1990 πλαισίωσε στην Οξφόρδη την επιστημονική ημερίδα για τον Ποντιακό Ελληνισμό, που πραγματοποιήθηκε από ελληνικά και αγγλικά πανεπιστήμια. Παρουσιάστηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών το 1995 και σε άλλους χώρους σε εκδηλώσεις φορέων και ιδρυμάτων.

Ο Σύλλογος προετοίμασε, οργάνωσε και υλοποίησε ειδικά προγράμματα για τους Έλληνες από την πρώην Σοβιετική Ένωση και τα παιδιά τους, είτε ως φορέας υλοποίησης, είτε ως συνοδευτικός άμεσα αντιπροσωπευτικός φορέας, στα πλαίσια των ευρωπαϊκών προγραμμάτων  HORIZON (1993) και  INTEGRA (1998-2000).

Η δραστηριότητα του Συλλόγου από την ίδρυσή του, έφερε τους ποντιακούς φορείς στην διαδικασία αφύπνισης και ενεργοποίησης με νέους στόχους. Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 η Βουλή των Ελλήνων, αποδίδοντας τον ελάχιστο φόρο τιμής στα θύματα της Γενοκτονίας στον Πόντο, καθιέρωσε και επίσημα την 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.

Συνοψίζοντας εν’ γένει έχουμε να καταγράψουμε τα εξής :

Η μετά πολλών εμποδίων έλευση και εγκατάσταση στην Ελλάδα των Ελλήνων του Πόντου από την πρώην Σοβιετική Ένωση αποτέλεσε για πολλούς από αυτούς πραγματική δοκιμασία. Ο 15χρονος συνεχής και εντατικός αγώνας για την εξάλειψη των πολλαπλών προβλημάτων, που εγείρονται εις βάρος των πιο πάνω συμπατριωτών μας, ανέδειξε ότι η ύπαρξη των προβλημάτων αυτών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αλαζονική και απρόθυμη στάση των κυβερνητικών, πολιτικών ακόμα και υπηρεσιακών δομών του κράτους. Αυτό αποτέλεσε την κύρια αιτία για την διαμόρφωση και συντήρηση ενός φαύλου κλίματος απέναντι στην Ρωμιοσύνη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, που έφτανε στην Ελλάδα χωρίς τις στοιχειώδεις συνθήκες της αξιοπρεπούς και ανθρώπινης αντιμετώπισης από την πλευρά του επίσημου κράτους.

Οι επιπτώσεις της αδιαφορίας και της αλαζονείας των πλείστον κυβερνητικών στελεχών – με τις καιροσκοπικές και μικροκομματικές κινήσεις τους στο ζήτημα της υποδοχής και αποκατάστασης – άρχισαν να διαφαίνονται από το 1989. Από την άλλη η εκβιαστικά επιβαλλόμενη διαδικασία της κρατικής “υποδοχής και αποκατάστασης”, που διέθετε όλα τα συμπτώματα της αυθαίρετης και αστοιχείωτης προσέγγισης, συνέβαλλε στην επιδείνωση της κοινωνικής θέσης των εν΄ λόγω οικογενειών (από το 1990).
Από το 1996 οι κυβερνητικές επιλογές δημιουργούν επιπλέον εμπόδια στους Ρωμ[έ]ους από την πρώην Σοβιετική Ένωση κατά την διαδικασία έλευσης, εγκατάστασης και “νομιμοποίησής” τους στην Ελλάδα. Τα ΜΜΕ στο ίδιο περίπου χρονικό διάστημα, κατά “περίεργη σύμπτωση”, ακολουθώντας το σύνδρομο του ιδιόρρυθμου αστισμού και της αυταρέσκειας μερίδας του ελλαδικού πληθυσμού – καλλιεργούν για τους Ρωμ[έ]ους από την πρώην ΕΣΣΔ την εικόνα ενός πληθυσμού χαμηλότερης δήθεν κοινωνικής και μορφωτικής διαστρωμάτωσης, στερημένου από κοινωνικά αγαθά που προσελκύεται στην Ελλάδα με μόνο στόχο την αναζήτηση της ευημερίας [ΣΧ1].

Δεν είναι δύσκολο να παρατεθούν άπειρα παραδείγματα και στοιχεία που τεκμηριώνουν πλήρως το γεγονός, ότι πριν από την σταλινική περίοδο (1937-1953) και με την παρέλευσή της οι Πόντιοι της πρώην ΕΣΣΔ, αν και υπέστησαν μεγάλες απώλειες, ανασυντάχθηκαν και μεγαλούργησαν σε όλα τα επίπεδα: κοινωνικό, επιστημονικό, παραγωγικό, οικονομικό, καλλιτεχνικό κ.α. Κατά κανόνα εξασφάλιζαν στις οικογένειές τους και τα παιδιά τους όλα τα απαραίτητα εφόδια και αγαθά για την πρόοδο και την εξέλιξή τους στον σύγχρονο κόσμο. Προόδευσαν και μεγαλούργησαν σε μία χώρα που δεν θα ικανοποιούσε τις υλιστικές ανάγκες μίας καταναλωτικής κοινωνίας δυτικού τύπου, πρωτοπορούσε όμως στον επιστημονικό, διαστημικό, βιομηχανικό, ιατρικό, πολιτιστικό, μορφωτικό επίπεδο και άλλους τομείς.
Στο μακρόχρονο διάστημα παρουσίας τους εκεί, οι συμπατριώτες μας αποκόμισαν πολλά από τα προτερήματα αυτά. Τα κίνητρά τους για τον ερχομό στην Ελλάδα ήταν άλλα, αυτά που σχετίζονται με την εθνική συνείδηση και τα οποία κατά περίεργο τρόπο δεν προβάλλονταν στην ελλαδική κοινωνία. Αντικρίζοντας την συμπεριφορά του ελλαδικού κράτους απέναντί τους, αισθάνονταν ντροπιασμένοι και έκρυβαν την πραγματικότητα από τους συντοπίτες τους  στην πρώην ΕΣΣΔ – γερμανούς και ισραηλίτες – που στις τηλεφωνικές επικοινωνίες περιέγραφαν τον τρόπο και τα προγράμματα με τα οποία τους υποδέχτηκαν οι χώρες τους.

Οι Ρωμιοί από την πρώην ΕΣΣΔ χρησιμοποιήθηκαν για απομιζάρισμα μεγάλων χρηματικών κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του κρατικού προϋπολογισμού. Χρησιμοποιήθηκαν και ως φτηνή εργατική δύναμη και αντικείμενο εκμετάλλευσης (στο ίδιο σχεδόν βαθμό με τους αλλοεθνείς παράνομους οικονομικούς μετανάστες) για την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας και την προσέγγιση της με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η διαιώνιση των οξύτατων προβλημάτων και οι αθέμιτοι ανταγωνισμοί, που παρατηρούνται εις βάρος τους, στοιχειοθετούν την αιτία της απαξίωσής τους για τους κρατικούς μηχανισμούς και τους πολιτικούς ιθύνοντες, αλλά και την αιτία που σε μεγάλο βαθμό τους αποκάλυψε την επικρατούσα νοοτροπία περί προσέγγισης και αλληλεγγύης σε εθνολογικό και κοινωνικό πλαίσιο στην Ελλάδα.

Τα διάφορα κυβερνητικά στελέχη και παράγοντες, με την κακή εν’ γένει τακτική στο ζήτημα της υποδοχής, καθώς και στον σχεδιασμό και υλοποίηση προγραμμάτων εγκατάστασης, δημιούργησαν προβλήματα που απεργάζονται την έννοια της ισονομίας και ισοτιμίας, όπως αυτά νοούνται σε μία υγιή κοινωνία. Το επίσημο κράτος αγνόησε, επίσης, την υποχρέωσή του στην εξασφάλιση συνθηκών για την διατήρηση και την διάδοση των ιδιαίτερων πολιτισμικών στοιχείων του Ποντιακού Ελληνισμού, που στερήθηκε τον ιστορικό, φυσικό-γεωγραφικό του χώρο και έχασε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους από τους τούρκους-κεμαλιστές. Αυτή η θυσία προσέφερε ανεκτίμητα οφέλη για την  εδραίωση και την σταθεροποίηση του νέου ελλαδικού κράτους.

Από τον καιρό της Συνθήκης της Λοζάννης το 1923 δεν έχουν δοθεί απαντήσεις σε ζητήματα ζωτικής σημασίας για τον Ποντιακό Ελληνισμό. Έως και σήμερα στα σχολεία της Ελλάδας δεν διδάσκεται η ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού, σε κανένα πανεπιστήμιο δεν έχει δημιουργηθεί έδρα για την μελέτη της Ποντιακής γλώσσας, το λαϊκό και έντεχνο Ποντιακό Θέατρο στερείται της στήριξης των δομών του κράτους, οι Ποντιακοί χοροί δεν εισάγονται υποχρεωτικά στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα στις περιοχές συμπαγούς εγκατάστασης των Ελλήνων του Πόντου (όπως εν δυνάμει γίνεται με άλλους χορούς), δεν έχει διανεμηθεί στους παλιούς και νέους πρόσφυγες η “ανταλλάξιμη περιουσία”, που καταπατήθηκε με ανοχή του κράτους και από το ίδιο το κράτος. Τα ζητήματα αυτά δεν έχουν λυθεί και παραμένουν χωρίς απαντήσεις, παρόλο που ο Ποντιακός Ελληνισμός αποτελεί πάνω από το 1/5 του πληθυσμού της χώρας, σύμφωνα με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις, και πληρώνει σημαντικό μερίδιο των φόρων.
Η Πολιτεία, γνωρίζοντας το γεγονός: της απώλειας του φυσικο-γεωγραφικού χώρου στον Ιστορικό Πόντο, της γενοκτονίας των Ελλήνων εκεί από το τουρκικό καθεστώς, της ηρωικής ένοπλης αντίστασής τους με πλήρη απουσία και προς όφελος του ελλαδικού κράτους, της καθοριστικής σημασίας για την ακεραιότητα της χώρας παρουσίας τους στην Βόρεια Ελλάδα, την υποχρέωσή της να διαφυλάξει τον μοναδικό πολιτισμικό πλούτο του Ποντιακού Ελληνισμού, θα έπρεπε ήδη να είχε λύσει αυτά τα ζητήματα.

Είναι γεγονός ότι η αποσιώπηση της μακραίωνης Ιστορίας του Ποντιακού Ελληνισμού από τις αρμόδιες πολιτικές και υπηρεσιακές δομές του ελλαδικού κράτους – αρχής γενομένης από το Υπουργείο Παιδείας – έχει ως αποτέλεσμα την απόκρυψη από την ελληνική και παγκόσμια κοινότητα της συνεισφοράς του στα εθνικά ζητήματα, στον παγκόσμιο πολιτισμό και τις επιστήμες, των θυσιών του για την ίδρυση και διαφύλαξη του νέου Ελληνικού κράτους, ακόμα και της ίδιας του της Γενοκτονίας.

Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι μαζί με τα αναφερόμενα πιο πάνω ζητήματα και προβλήματα, που πρέπει να επιλυθούν, εκκρεμούν και τα πιο κάτω:

1.  Άμεση κρατική παρέμβαση με πολεοδομικές ρυθμίσεις και έργα υποδομής για την αναβάθμιση ποιότητας ζωής στις περιοχές μαζικής εγκατάστασης του εν’ λόγω πληθυσμού και ακύρωση των προστίμων πολεοδομίας και Ι.Κ.Α., που  επιβλήθηκαν σωρηδόν κατά των οικογενειών οι οποίες, ξεφεύγοντας από την κρατική αδιαφορία, έκτισαν με δικές τους δυνάμεις τα σπίτια τους για να στεγαστούν (Δήμοι Αχαρνών, Λιοσίων, Ασπροπύργου, στην Β. Ελλάδα κ.ο.κ.).

2.  Κρατική υποδομή για την διατήρηση της ιδιαίτερης, όσο και πολύτιμης, Πολιτισμικής και Ιστορικής ταυτότητας του Ποντιακού Ελληνισμού, ήτοι: Ίδρυση Κρατικού Θεάτρου Πόντου, Πανεπιστημιακής έδρας μελέτης και διάδοσης του  πολιτισμού, Ιστορίας, της γλώσσας και λογοτεχνίας, Ίδρυση Κρατικού Μουσείου Ποντιακού Ελληνισμού.

3.  Απόδοση της Ανταλλάξιμης Περιουσίας των προσφύγων, καθώς και των καταθέσεων των Ελλήνων της πρ. ΕΣΣΔ, που περιήλθαν στην Τράπεζα της Ελλάδας μέσω του ελληνικού προξενείου στην Μόσχα και υπεξαιρέθηκαν,

4.  Ενεργοποίηση τηλεοπτικού αναμεταδότη της κρατικής τηλεόρασης για την αναμετάδοση ενός κρατικού (ή άλλου έγκυρου) τηλεοπτικού καναλιού της Ρωσσίας, δεδομένου ότι όλες οι οικογένειες ενδιαφέρονται για τα γεγονότα στις εστίες τους στην πρ. ΕΣΣΔ, όπου έχουν πολλούς συγγενείς. Επίσης, πρέπει να έχουν άμεση δυνατότητα παρακολούθησης της πολιτικής και οικονομικής επικαιρότητας εκεί, αφού πολλοί διατηρούν εκεί επιχειρήσεις ή πραγματοποιούν εμπορικές συναλλαγές.

Χρ. Σοφιανίδης
Φεβρουαρίου, 2004

 


[ΣΧ1] Διερεύνηση, καταγραφή, επεξεργασία ερευνητικών δεδομένων του εισηγητή
[ΣΧ2]      »                      »                    »                  »                  »                      »

[ Διημερίδα π. Κατερίνη 28-29 Φεβρουαρίου 2004 (ΑΑΑ, τροπ.) ] .